Το κείμενο από την εγκυκλοπαίδεια του Μείζονος Ελληνισμού
Η Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων αποτελεί τη σημαντικότερη εκκλησία
της Κωνσταντινούπολης αφιερωμένη στην Παναγία μέχρι την ανάδειξη του ναού της Θεοτόκου των
Βλαχερνών. Βρισκόταν βόρεια του Πατριαρχείου και σε μικρή απόσταση από
το συγκρότημα της Αγίας
Σοφίας.1 Ο Ρ. Gilles
στα μέσα του 16ου αιώνα σημειώνει ότι τα Χαλκοπράτεια δε βρίσκονταν μακριά από το Μίλιον.2 Σύμφωνα με
γραπτή πηγή, το όνομα προήλθε από την εγκατάσταση Ιουδαίων τεχνιτών που
ασχολούνταν με την κατασκευή και το εμπόριο χάλκινων αντικειμένων3 ήδη από την
εποχή του Μεγάλου
Κωνσταντίνου. Η συνοικία ήταν γνωστή και ως η συνοικία των
«Χαρτοπρατείων», εξαιτίας της ύπαρξης εργαστηρίων γραφικής ύλης.4
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς παραθέτουν πλήθος πληροφοριών για την
ίδρυση του ναού, συχνά αντιφατικών ως προς τη χρονολόγηση. Η ανέγερση του
μνημείου αποδίδεται στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-450), σύμφωνα με το Γεώργιο
μοναχό,5 το Μιχαήλ
Γλύκα6 και τον
Ψευδο-Κωδινό.7 Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής προσδιορίζει μάλιστα και
τον ακριβή χρόνο ίδρυσης του ναού στο 40ό έτος της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄,
δηλαδή το 448.8 Ο Κεδρηνός9 και ο Συμεών
Μεταφραστής10 αποδίδουν
την ίδρυση του ναού στην αυτοκράτειρα Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου Β΄.
Αντίθετα, στην τρίτη νεαρά11 του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) η εκκλησία αποδίδεται
στην αυτοκράτειρα Βερίνα, σύζυγο του Λέοντα Α΄ (457-474). Τέλος, ένα αγιογραφικό
κείμενο του 9ου αιώνα αναφέρει τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (476-491) ως ιδρυτή του
ναού.12 Κατά τη
διάρκεια του 6ου αιώνα, προτού ανέλθει στο θρόνο, ο Ιουστίνος Β΄
(565-578) επισκεύασε το ναό, που είχε υποστεί φθορές λόγω σεισμού.13 Σε αυτόν
αποδίδεται και η κατασκευή δύο παρεκκλησίων, της Αγίας Σορού, όπου υποτίθεται
ότι φυλασσόταν η Τίμια Ζώνη και η εσθήτα της
Θεοτόκου, και του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου.14
Η παλαιότερη έρευνα αποδεχόταν γενικά την απόδοση του ναού στην
Πουλχερία, χωρίς να αποκλείει κάποιο ρόλο της Βερίνας στην ολοκλήρωση των
εργασιών.15 Σύμφωνα
ωστόσο με τον C. Mango, η παράδοση η σχετική με το ρόλο της Πουλχερίας στην
ίδρυση σημαντικών ναών της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη και στη μεταφορά
κειμηλίων, όπως το μαφόριο και η ζώνη της Παναγίας, είναι μεταγενέστερη και
ανακριβής.16 Αντίθετα η
Βερίνα, που επί Λέοντα Α' είχε ιδρύσει το παρεκκλήσιο της Σορού στη
συνοικία των Βλαχερνών για να στεγάσει το μαφόριο, ίδρυσε
πιθανότατα και τη βασιλική των Χαλκοπρατείων στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του
Ζήνωνα και πριν από το 478, οπότε έχασε την επιρροή της στην πρωτεύουσα.17 Όσο για την
παράδοση σχετικά με την Tίμια Zώνη που φυλασσόταν στην εκκλησία των
Χαλκοπρατείων είναι μεταγενέστερη του 8ου αιώνα, οπότε μαρτυρείται πρώτη φορά το
κειμήλιο και μάλιστα ως συμπληρωματικό και κοινής προέλευσης με το μαφόριο.18 Ο Ιουστίνος
Β΄ επισκεύασε το ναό έπειτα από έναν καταστρεπτικό σεισμό στα μέσα του 6ου αιώνα
και συμπλήρωσε τον ψηφιδωτό διάκοσμο.
Στη διάρκεια της ιστορίας του, ο ναός έγινε θέατρο σημαντικών
γεγονότων. Στα χρόνια του Ιουστινιανού Α΄ η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως
πατριαρχικός ναός για πέντε χρόνια (532-537), από την καταστροφή της Αγίας
Σοφίας, στις πυρκαγιές της στάσης του
Νίκα, μέχρι την ολοκλήρωση του ιουστινιάνειου ναού.19 Στο ναό των
Χαλκοπρατείων συνήλθε η σύνοδος του 536, που αναθεμάτισε τους μονοφυσίτες και το μονοφυσίτη πρώην πατριάρχη
Άνθιμο Α΄.20 Τα πρακτικά
της συνόδου επικυρώθηκαν στη νεαρά της 6ης Αυγούστου του 536.21
O αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), εξαιτίας της
σοβαρής οικονομικής κρίσης, προχώρησε στη δήμευση εκκλησιαστικών αντικειμένων,22 για να
μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Νορμανδών. Από το ναό της Παναγίας
των Χαλκοπρατείων αφαιρέθηκαν τότε οι χρυσές θύρες.23 Ως
αποζημίωση ορίστηκε ένα ετήσιο κονδύλιο από το βασιλικό ταμείο.24 Τέλος, την
περίοδο της Λατινοκοκρατίας ο ναός χρησιμοποιήθηκε από το
λατινικό κλήρο.25
Ελάχιστα τμήματα του μνημείου διατηρούνται σήμερα.
Πάνω από τα
θεμέλια της βυζαντινής εκκλησίας ανεγέρθηκαν ιδιωτικές κατοικίες, επιχειρήσεις
και ένας μουσουλμανικός ναός (Acem Aga Mescidi), ο οποίος σήμερα είναι
ερειπωμένος (εικ. 1).26
Ωστόσο,
μελέτες των αρχών του 20ού αιώνα επιτρέπουν την αποκατάστασή του. Το 1912 ο
Mamboury αναγνωρίζει τα ερείπια του ναού27 και λίγα
χρόνια αργότερα οι D. Lathoud και P. Pezaud δημοσιεύουν φωτογραφίες και ένα
συνοπτικό σχέδιο της τοποθεσίας.28
Οι Firatli
και Rollas ανακαλύπτουν σε ανασκαφή το μοναδικό σωζόμενο κιονόκρανο του ναού,29 ενώ ο W.
Kleiss μία σταυροειδή κρύπτη στο χώρο του Ιερού Βήματος και ένα περίκεντρο
κτίσμα που εφαπτόταν με το βόρειο τοίχο του αιθρίου του ναού και το οποίο
ερμήνευσε ως βαπτιστήριο.30 Το 1971 ο
T. Mathews επισημαίνει αδιευκρίνιστα στοιχεία της αρχιτεκτονικής του ναού,31 ενώ ο W.
Müller-Wiener αναφέρεται περισσότερο στην ιστορία του μνημείου.32
Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με μία τρίπλευρη αψίδα και νάρθηκα στα δυτικά. Δυτικότερα υπήρχε τρίστωο αίθριο με διαστάσεις παρόμοιες με εκείνες του
αιθρίου της βασιλικής του
Στουδίου (εικ. 2).33 Στη
βορειοδυτική γωνία υπήρχε ένα οκταγωνικό κτίσμα που έχει θεωρηθεί βαπτιστήριο.34
Η μαρμάρινη
βαπτιστική κολυμπήθρα που βρίσκεται στο Μουσείο Κωνσταντινούπολης από το 1886
θεωρείται ότι βρισκόταν εδώ.35 Ωστόσο ο C.
Mango, βασιζόμενος κυρίως στη θεματολογία του αποσπασματικά σωζόμενου ψηφιδωτού
διακόσμου, πρότεινε μια διαφορετική ερμηνεία: ότι πρόκειται για το παρεκκλήσιο
του Ιακώβου Αδελφόθεου.36
Μέχρι το 1971 διατηρούνταν στο μισό από το αρχικό ύψος τους η αψίδα του Ιερού Βήματος, η νοτιοανατολική γωνία του ναού και ο βόρειος τοίχος του.37 Ήταν κατασκευασμένος εξολοκλήρου με πλίνθους (εικ. 3), ενώ την κύρια είσοδο την αποτελούσαν οι θύρες στον ανατολικό τοίχο.38 Σταυρόσχημη κρύπτη εντοπίστηκε μπροστά από την αψίδα του Ιερού Βήματος (εικ. 4). Ο ναός ανακαινίστηκε επί Βασιλείου Α΄ (867-886), οπότε και απέκτησε τρούλο πάνω από το κεντρικό κλίτος.39
Οι πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη σολέας και υπερώων στο εσωτερικό της εκκλησίας,40 καθώς και
την ύπαρξη δύο παρεκκλησίων, της Αγίας Σορού41 και του
Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Η ύπαρξη ενός τρίτου παρεκκλησίου, αφιερωμένου στο
Χριστό μαρτυρείται σε μία μόνο πηγή· στο παρεκκλήσιο αυτό υποτίθεται ότι
φυλασσόταν το 12ο αιώνα μια θαυματουργή εικόνα του Σωτήρα Χριστού.42
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού δε μας έχει σωθεί. Από τις
πηγές ωστόσο γνωρίζουμε ότι απεικονιζόταν ένας μαριολογικός κύκλος που ξεκινούσε
από τη γέννηση της Θεοτόκου και περιλάμβανε και τη Γέννηση του Χριστού. Αυτός ο
κύκλος ήταν σύγχρονος με την ανέγερση του ναού. Στα μέσα του 6ου αιώνα, όταν ο
Ιουστίνος Β΄ επισκεύασε το ναό, συμπλήρωσε τον εικονογραφικό διάκοσμο με δύο νέα
ψηφιδωτά: την προσκύνηση των Μάγων, που δεν προσδιορίζεται σε ποιο σημείο της
εκκλησίας βρισκόταν, και τον Ευαγγελισμό στην κόγχη της αψίδας. Σύμφωνα με τον
C. Mango, επρόκειτο για εικονογραφική παραλλαγή με λίγα παράλληλα, στην οποία ο
Χριστός εμφανίζεται σε μετάλλιο μπροστά στο στήθος της Θεοτόκου, ώστε να
διακριθεί ο προ της Ενσάρκωσης Λόγος από την ανθρώπινη μητέρα του. Το ψηφιδωτό
αυτό αντικαταστάθηκε με ένα σταυρό την περίοδο της Εικονομαχίας, επί Κωνσταντίνου Ε΄ Κοπρώνυμου, ενώ μετά τη Ζ΄ Οικουμενική
Σύνοδο ο πατριάρχης Ταράσιος
φρόντισε να ξαναγίνει στην ίδια θέση.43
Τα ελάχιστα λείψανα που έχουν διασωθεί αποτελούσαν μέρος του γλυπτού διακόσμου του ναού. Ένα κιονόκρανο σε σχήμα καλάθου, διακοσμημένο με φύλλα και άβακα (εικ. 5), χρονολογείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (867-886). Έχουν επίσης βρεθεί η βάση ενός κίονα, που πιθανότατα ανήκε σε κιονοστοιχία των υπερώων, καθώς και δύο μικροί κίονες του τέμπλου (εικ. 6).44 Τέλος, από τις πηγές γνωρίζουμε ότι με τις επισκευές του Ιουστίνου ο ναός απέκτησε φατνωματική οροφή επενδεδυμένη με πολύτιμο μέταλλο, καθώς και πόρτες από ήλεκτρο, ασήμι και χρυσό.45
Τμήματα δύο τοιχογραφιών διατηρούνταν μέχρι το 1953 στην υποδομή
του οκτάγωνου κτίσματος, ενώ σήμερα έχουν πλέον χαθεί.
Το καλύτερα διατηρημένο
σπάραγμα απεικόνιζε δύο από τους τρεις Μάγους, σε μια σκηνή που πιθανότατα θα
ανήκε σε έναν κύκλο της παιδικής ηλικίας του Χριστού. Η άλλη τοιχογραφία
απεικόνιζε το μαρτύριο του Προφήτη Ζαχαρία. Η τεχνοτροπία αλλά και οι χαρακτήρες
στις επιγραφές οδήγησαν σε μια χρονολόγηση στην Παλαιολόγεια περίοδο (τέλη 13ου
με αρχές 14ου αιώνα).
Συνδυάζοντας τις γραπτές μαρτυρίες με τα κατάλοιπα του
ζωγραφικού διακόσμου, ο C. Mango κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την
κρύπτη του παρεκκλησίου του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, όπου σύμφωνα με την
παράδοση φυλάσσονταν τα λείψανα του Προφήτη Ζαχαρία και των Νηπίων του Ηρώδη.46
| ||
1.
Πασπάτης, Α., Τα βυζαντινά ανάκτορα και τα πέριξ αυτών ιδρύματα. Μεθ'
ενός χάρτου τοπογραφικού (Αθήνα 1885), σελ. 84.
2. Petrus
Gyllius, De topographia Constantinopoleos
et de illius antiquatibus
(Lyon 1561), II.21.
3.
Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, Τ. (επιμ.),
Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907, ανατ.
1975), σελ. 227.
4.
Lathoud, D. – Pezaud, P., “Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia”,
Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
5.
Γεώργιος Mοναχός, Χρονικόν σύντομον, de Boor, C. (επιμ.) (διορθ. P.
Wirth), Georgii monachi Chronicon ΙΙ (Leipzig 1904, ανατ. 1978), σελ.
604.7-12.
6. Μιχαήλ
Γλύκας, Βίβλος Χρονική, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Glycae Annales
(CSHB, Bonn 1836), σελ. 483.3-5.
7.
Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, Τ.
(επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907,
ανατ. 1975), σελ. 226-227.
8.
Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis
Chronographia Ι (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 98.1-10, 102.10-12.
9.
Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, Bekker,
Ι. (επιμ.), Georgius Cedrenus Ι (CSHB, Bonn 1838),
σελ. 601.15-16, 602.2-6.
10.
Συμεών Μεταφραστής (ως Λέων Γραμματικός), Χρονογραφία,
Bekker, Ι. (επιμ.), Leonis Grammatici, Chronographia
(CSHB, Bonn 1842), σελ. 122.1-4.
11.
Schoell, R. – Kroll, G. (επιμ.), Novellae Justiniani, Corpus
Juris Civilis 3 (Berlin 1895, ανατ. 1968), σελ. 20, νεαρά 3.1 (του
535).
12.
Lackner, W. (επιμ.), “Ein byzantinisches Marienmirakel”, Βυζαντινά
13:2 (1985), σελ. 850.
13.
Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, Τ.
(επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907,
ανατ. 1975), σελ. 227.
14.
Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger,
Τ. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig
1907, ανατ. 1975), σελ. 263.
15.
Lathoud, D. – Pezaud, P., “Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia”,
Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 37· Ebersolt, J.,
Constantinople, recueil d'études d'archéologie et d'histoire I: Les
anciens sanctuaries de Constantinople (Paris 1951), σελ. 54-61· Janin, R., La
géographie écclesiastique de l'empire byzantin I: Le siège de
Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les
monastères2 (Paris
1969), σελ. 237.
16.
Mango, C., “The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople”, στο
Cambi, N. – Marin, E. (επιμ.), Radovi XIII Međunarodnog Kongresa za
starokršćansku arheologiju (Split, Poreč 25.9 -1.10. 1994) [Acta XIII
Congressus Internationalis Archaeologiae Christianae II] (Split – Vatican
City 1998), σελ. 65-66.
17.
Mango, C., “The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople”, στο
Cambi, N. – Marin, E. (επιμ.), Radovi XIII Međunarodnog Kongresa za
starokršćansku arheologiju (Split, Poreč 25.9 -1.10. 1994) [Acta XIII
Congressus Internationalis Archaeologiae Christianae II] (Split – Vatican
City 1998), σελ. 65. Πρβλ. James, L., “The empress and the Virgin in early
Byzantium”, στο Vassilaki, M. (επιμ.), Images of the Mother of God.
Perceptions of the Theotokos in Byzantium (Ashgate 2005), σελ. 147-148.
18.
Mango, C., «Η Κωνσταντινούπολη ως Θεοτοκούπολη», στο Μήτηρ Θεού.
Απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα
2000), σελ. 19.
19.
Müller-Wiener, W., Bildlexicon zur
Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76.
20.
Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire
byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique,
iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 239. Πρβλ.
Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima
collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878.
21.
Καραγιαννόπουλος, Ι., Ιστορία βυζαντινού κράτους Α (Θεσσαλονίκη
1990), σελ. 495.
22.
Φασουλάκης, Σ. – Λαΐου, Α., «Η δυναστεία των Κομνηνών και οι
Σταυροφορίες», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ (Αθήνα 1979), σελ.
13.
23.
Σκαρλάτος ο Βυζάντιος, Δ., Κωνσταντινούπολις Α (Αθήνα 1851), σελ.
460.
24. Άννα
Κομνηνή, Αλεξιάς, Schopen, L. (επιμ.), Annae
Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ.
278.6-10.
25.
Janin, R., La géographie écclesiastique de l'empire
byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique,
iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ.
237.
26.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 28.
27.
Mathews, T., The Byzantine Churches of Istanbul. A Photographic Survey (University
Park – London 1976), σελ. 319.
28.
Lathoud, D. – Pezaud, P., “Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia”,
Echos d'Orient 23 (1924), σελ. 36-62.
29.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 28.
30.
Kleiss, W., “Neue Befunde zur Chalkopratenkirche in Istanbul”,
Istanbuler Mitteilungen 15 (1965), σελ. 149-167· Kleiss, W., “Grabungen
im Bereich der Chalkopratenkirche in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen
16 (1966), σελ. 217-240.
31.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 28-33.
32.
Müller-Wiener, W., Bildlexicon zur
Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76-78.
33.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 30.
34.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 29.
35.
Mendel, G., Catalogue des sculptures grecques, romaines et byzantines
(Κωνσταντινούπολη 1914), σελ. 460· Kleiss, W., “Neue Befunde zur
Chalkopratenkirche in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 15
(1965), σελ. 163-165.
36.
Mango, C., “Notes on Byzantine monuments”, Dumbarton Oaks Papers
23-24 (1969-1970), σελ. 371.
37.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 30.
38.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 28, 30.
39.
Mathews, T., The Byzantine Churches of Istanbul. A Photographic Survey (University
Park – London 1976), σελ. 319.
40.
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί Βασιλείου Τάξεως, Reiske,
J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris De Cerimoniis aulae
byzantinae Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 166.9-25.
41.
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί Βασιλείου Τάξεως, Reiske,
J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris De Cerimoniis aulae
byzantinae Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 31.4-9· Lackner, W.
(επιμ.), “Ein byzantinisches Marienmirakel”, Βυζαντινά 13.2 (1985),
σελ. 853.
42.
Ciggar, K., “Une description de Constantinople traduite par un pelerin
anglais”, Revue des Études Byzantines 34 (1976), παρ. 10, στ. 2-6.
43.
Mango, C., “The Chalkoprateia Annunciation and the pre-eternal Logos”,
Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 17 (1993/4), σελ.
165-166.
44.
Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and
Liturgy (University Park – London 1971), σελ. 28, 30.
45.
Mango, C., “The Chalkoprateia Annunciation and the pre-eternal Logos”,
Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 17 (1993/4), σελ. 165.
46.
Mango, C., “Notes on Byzantine monuments”, Dumbarton Oaks Papers
23-24 (1969-1970), σελ. 369-372.
|