Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Χάρτης του Βοσπόρου


Χάρτης του Βοσπόρου του 1784 του M. Barbie du Bocage. Σε ένθετο χάρτη το αρχαίο Βυζάντιο.

Μονή Μυρελαίου- Bodrum camii III




Οι φωτογραφίες δείχνουν τις ανασκαφές που έγιναν γύρω από τον ναό και έφεραν στο φως τμήματα του παλατιού που υπήρχε.


Το εσωτερικό του τζαμιού πριν την πυρκαγιά.






Το εσωτερικό του τζαμιού μετά την πυρκαγιά.


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Μονή Χριστού του Παντεπόπτου- Eski Imaret camii


Το μοναστήρι από την μητέρα του Αλέξιου Α Κομνηνού την Άννα Δαλασσηνή χτίστηκε ως μονή γυναικεία γύρω στο 1100, η ίδια σε αυτό ασκήτεψε. Όπως και άλλες μεγάλες κατασκευές που χτίστηκαν σε κατηφορικό έδαφος είναι σε δυό επίπεδα με υπόγεια κρύπτη.Η εκκλησία είναι σε σταυροειδές σχήμα με τρούλλο.


Χαρακτικό του δεύτερου μισού του 19ου αι.

Το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ως τόπος εξορίας. Το 1181 ο πατριάρχης Θεοδόσιος Βοραδιώτης (1178-1183) για σύντομο χρονικό διάστημα και το 1183 ο Σεβαστός Ανδρόνικος Λαπάρδας εδώ εξορίστηκαν.


Το 1204 στη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης από τους Λατίνους χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο. Μετά την άλωση από τους Λατίνους πέρασε στα χέρια των Βενεδικτίνων μοναχών.


Το 1263 ξαναπερνά στα χέρια των βυζαντινών και παίζει τα κατοπινά χρόνια σημαντικό πολιτικό ρόλο. Το μοναστήρι διέθετε και μια μεγάλη βιβλιοθήκη.


Μέχρι και το 1453 συνεχίζει να παίζει ενεργό ρόλο. Μετά την άλωση από τους Οθωμανούς της Πόλης ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής το χρησιμοποίησε ως ιμαρέτ για το τζαμί Φάτιχ που χτιζόταν εκεί κοντά. Κατόπιν μετατράπηκε σε τζαμί και του έμεινε το όνομα Eski Imaret
(Παλιό Ιμαρέτ).


Το πρώτο μισό του 18ου αι. το τζαμί επεκτείνεται.Ο σεϊχουσλάμ Ishak Efendizade Ahmed Efendi φτιάχνει μινμπάρ.


Φωτογραφία του 1905

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1918 που ξέσπασε στα πέριξ επηρέασε και το τζαμί. Η πυκνή εγκατάσταση στα κατοπινά χρόνια μεταμόρφωσε την περιοχή και έμειναν υπολείματα του μοναστηριού γύρω από το τζαμί. Τα τελευταία χρόνια έγιναν εργασίες αναπαλαίωσης.


Φωτογραφία από ψηλά του τζαμιού, στο βάθος μπροστά ξεχωρίζουν οι τρούλλοι της Μονής του Παντοκράτορα (Zeyrek camii) και στο βάθος το Σουλεϊμανιγιέ τζαμί και ο πύργος του Βαγιαζήτ.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Πάλι βρέχει



Πάλι βρέχει!...

Τι σε θέλουν οι καημοί που λεν θυμήσου;
Οι ψαλμοί τους βρόχινοι,
μούσκεψαν την άσπιλη ψυχή σου
και στα δάκρυα δεν αντέχει...

Πάλι βρέχει!...

Από το ποίημα "Πάλι βρέχει!" του Απόστολου Μελαχρινού, ποιητή που για ένα μεγάλο διάστημα έζησε στην Κωνσταντινούπολη όπου εξέδωσε και δικό του περιοδικό ,τη Ζωή (1902).

Στα πέριξ




Φωτογραφίες από τα πέριξ της παλιάς Πόλης, στις φτωχογειτονιές, όπου το καινούργιο κατάλυμα χτίζεται πάνω στο παλιό, πολλές φορές και με υλικά από αυτό, μη γνωρίζοντας τι ήταν αυτό. Και η ζωή συνεχίζεται...
Οι φωτογραφίες από το περιοδικό Life της δεκαετίας του 1950.

Πρόσφυγες στην Πόλη στα 1912


1912. Πρόσφυγες από τα Βαλκάνια βρίσκουν καταφύγιο στην Πόλη. Εδώ στο Sirkeci.


Πρόσφυγες στο Karakoy.

Χρυσοκέραμος-Kuzguncuk

Συνοικία στην Ασιατική όχθη του Βοσπόρου . Ανήκει στο δήμο του Üsküdar .

Άγιος Δημήτριος Κουρούτσεσμε





Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μαγευτικὲς γωνίες τοῦ Βοσπόρου, ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ξηροκρήνης, χτισμένος πάνω στὰ ἐρείπια ἀρχαίου ἱεροῦ τῆς Δήμητρας ἢ ἴσως καὶ τῆς Ἴσιδος, χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα.
Ἡ ἐκκλησία, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου κατέῤῥευσε καὶ ὑπάρχει μιὰ παράδοση ποὺ λέει ὅτι στὰ 1798 ὁ Σελὴμ ὁ Γ´, συγκινημένος ὅταν κάποιο βράδυ εἶδε φωτάκια νὰ κινοῦνται στὸ σκοτάδι κι᾽ ἔμαθε πὼς ἦσαν χριστιανοὶ ποὺ λιτάνευαν γύρω ἀπὸ τὸ ἐρειπωμένο ἐκκλησιδάκι, ἔδωσε ἄδεια καὶ χτίσθηκε ὁ ναός.
Ἔκτοτε ἀνακαινίζεται δύο φορές, τὸ 1832 καὶ τὸ 1875.
Τὸ 1871 γίνεται ἡ προσθήκη τοῦ παρεκκλησίου στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ ναοῦ. Τὸ 1919 καταστρέφεται ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ἀνακαινίζεται τὸ 1943.
Στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους ὑπάρχουν ὡραιότατα ἀνάγλυφα ἐντοιχισμένα, ἕνας ἅγιος Δημήτριος, τὸ ἐλάφι, σύμβολο τῆς ἁγνότητος, κι᾽ ἕνας πολὺ ἐνδιαφέρων σταυρός.
Ἡ Ξηροκρήνη, ὅπως καὶ τὰ Θεραπειά, ἦσαν παλιὰ θέρετρα τῶν Φαναριωτῶν. Στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ ταφόπλακες - μία μὲ τὸ οἰκόσημο τῶν ἡγεμόνων τῆς Μολδαβίας, μία δεύτερη μὲ Χριστόγραμμα: Τύμβος τῆς Μεγάλης Λογοθετίσσης Μαρίας Ν. Ἀριστάρχου Γένους Μανῶν 1813-1888 καὶ μία τρίτη στὸν νάρθηκα, τῆς οἰκογενείας τοῦ Κωνσταντίνου Φωτιάδη ἡγεμόνος τῆς Σάμου - τὸ πιστοποιοῦν.
Ἡ ἐκκλησία ἔχει ἕνα περίτεχνα ἐπεξεργασμένο τέμπλο μὲ διάτρητα τὰ «λυπητερά» καὶ ὡραιότατα ἀναλόγια διακοσμημένα μὲ μάργαρο (σεντέφι). Δεξιὰ τοῦ τέμπλου ὑπάρχει ἕνα θαυμάσιο, ξυλόγλυπτο καὶ χρυσωμένο, διπλὸ εἰκονοστάσι. Στὸ ἀριστερὸ κλίτος ὑπάρχει ἁγιασματάρι μὲ ἐπιγραφή: Ἡ κρήνη αὐτὴ ἐγένετο πρῶτον εἰς τὰ 1820 ὑπὸ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Σκαρλάτου Καλλιμάχου, ἔπειτα δὲ εἰς τὰ 1910 ηὐξήνθη ἡ δεξαμενὴ αὐτῆς τὴ συνδρομὴ τῶν φιλοκάλλων.
Ἀριστερὰ βρίσκεται καὶ ἡ πόρτα ποὺ ὁδηγεῖ ψηλά, στὰ γραφεῖα τῆς ἐνορίας, στὸ παρεκκλήσιο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ἁγίασμα. Στὸ παρεκκλήσιο, κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Μυροβλύτη ἁγίου ὑπάρχει ἁγιασματάρι καὶ δεξαμενὴ μαρμάρινη μὲ τρεῖς κρουνούς. Ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, στὴν ἐξωτερικὴ σκάλα, ἰδίως τὰ Σάββατα, ἡ οὐρὰ ἀρχίζει νὰ σχηματίζεται ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωῒ καὶ μέχρι τὸ ἀπόγευμα βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους νὰ περιμένουν, ἀγόγγυστα, νὰ πάρουν ἁγίασμα καὶ νὰ τοὺς διαβάσει ὁ ἱερέας τὴν εὐχή. Πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ γυναῖκες Τουρκάλες μὲ τὰ παιδιά τους, καὶ νέα κορίτσια, περίμεναν, ὅταν ἐπισκεφθήκαμε τὸν ναό.
Τὸ ἁγίασμα ἀναβλύζει στὸ βάθος μιᾶς λαξευμένης σήραγγας μήκους 40 μέτρων. Τὰ τοιχώματα τοῦ βράχου στάζουν καὶ ὁ προσκυνητής, ὅταν φθάσει στὴν πηγή, εἶναι ἤδη νοτισμένος. Μιὰ νεαρὴ Τουρκάλα, σκυμμένη, περιέβρεχε τὰ μέλη της μὲ τὸ ἁγίασμα. Κάθε τόσο σταματοῦσε καὶ ἔκρουε κάτι μεταλλικοὺς κρίκους ποὺ κρέμονταν στὰ τοιχώματα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ σημείου ἀπὸ ὅπου ἀναβλύζει τὸ νερό. Ὁ ἦχος θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἀποτροπαϊκὸς καὶ κρατᾶ μακριὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα.

Ἰσμήνη Καπάνταη

΄Αγιος Δημήτριος Ταταύλων






Στὰ Ταταῦλα, τὴν «ἑλληνικότατη» ἀπὸ τὶς συνοικίες τῆς Πόλης - Γκιαοὺρ Ταταῦλα τὰ ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι -, βρίσκεται ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους καὶ ὡραιότερους ναούς, ὁ Ἅγιος Δημήτριος.
Ὁ Σκαρλάτος Βυζάντιος σημειώνει ὅτι τὸ ὄνομα αὐτῆς τῆς «ὡραιοτάτης καὶ ὑγειονοτάτης» συνοικίας παλιότερα ἦταν Ἅγιος Δημήτριος, ἐπικράτησε ὅμως τὸ Ταταῦλα ἐπειδὴ ἐκεῖ ἦσαν οἱ ἐπαύλεις ἢ στάβλοι τῶν Γενουησίων τοῦ Γαλατᾶ.
Ἡ περιοχὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ συνοικίζεται ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Σουλεϊμὰν τοῦ Α´. Πρῶτοι οἰκιστὲς πρέπει νὰ ἦσαν οἱ καραβομαραγκοὶ ποὺ δούλευαν στὸν Ταρσανά, τὸν σουλτανικὸ ναύσταθμο, στὸν Κεράτιο Κόλπο, αἰχμάλωτοι κυρίως, Μανιάτες, Αἰγαιοπελαγίτες, Κρητικοί.
Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν τὸν πρῶτο ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου σὲ τζαμί, οἱ Ταταυλιανοὶ πήραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀπέθεσαν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε, μετονομάσθηκε Ἅγιος Δημήτριος.
Ἡ ἐκκλησία ἐπεκτάθηκε καὶ τὸ 1726, ὅπως φαίνεται σὲ μαρμάρινη ἐντοιχισμένη ἐπιγραφὴ στὴν νότια πλευρά της, ἀνακαινίσθηκε ἐκ βάθρων.
Πελώρια, πεντάκλιτη βασιλική, μὲ τὸ μεσαῖο κλίτος θολωτό, μὲ τέμπλο καὶ ἄμβωνα περίτεχνα ἐπεξεργασμένα κι ἕναν δεσποτικὸ θρόνο μὲ πόδια λιονταρόσχημα, ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἐντυπωσιάζει. Γύρω στὴν αὐλὴ ὑπάρχουν κτίσματα ποὺ στεγάζουν γραφεῖα καὶ στὸ πίσω μέρος ὑψώνεται τὸ κτήριο τοῦ σχολείου.
Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ συγκρότημα βρίσκεται ὁ «Ἀθλητικὸς Σύλλογος Ἡρακλῆς» τῶν Ταταούλων, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἀθλητικὸς σύλλογος στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Τεράστιες αἴθουσες, ἀναγνωστήριο, αἴθουσα συσσιτίου, γραφεῖα, καὶ ἡ «Ζαχαρώφειος Αἴθουσα Καλαθοσφαιρίσεως». Ὑπάρχουν σημεῖα στὸν τοῖχο, ὅπου ὁ σοβὰς ἔχει ξεφτίσει, καὶ διακρίνει κανεὶς ἴχνη τοιχογραφίας. Ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τῆς εἰσόδου, δύο τεράστιες μαρμάρινες πλάκες, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν φιλογενῶν εὐεργετῶν, ἀποτελοῦν καὶ αὐτὲς στοιχεῖα τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου.

Ἰσμήνη Καπάνταη

Άγιος Δημήτριος Ξυλόπορτας











Από την ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι παρακάτω πληροφορίες

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τῆς Ξυλόπορτας, «τοῦ Κανάβη ἐπιλεγόμενος», ἀναφέρει ὁ Πασπάτης, «ἧτο ἀρχαῖος ναὸς μετὰ τρούλου καὶ ἔσωθεν καθιστορημένος διὰ μωσείου. Ὁ ναὸς οὗτος κατεστράφη, καὶ περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 18ου αἰῶνος ἀνηγέρθη ὁ νῦν ξυλόστεγος».
Ἐν τούτοις στὶς πηγὲς δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀναφορὰ περὶ ναοῦ βυζαντινοῦ - «οὐδέποτε μνημονεύεται ἐν τοῖς συγγράμμασι τῶν Βυζαντινῶν» - καὶ ἡ μόνη σύνδεση ποὺ μπορεῖ νὰ γίνῃ εἶναι ἀπὸ τὸ προσωνύμιο «Κανάβης», συσχετίζοντάς το μὲ τὸν πατρίκιο Νικόλαο Καναβό, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τῆς πρώτης Ἅλωσης (1204).
Ἀνακαινισμένη διαδοχικὰ τὸ 1730, τὸ 1835, τὸ 1933 καὶ τὸ 1960, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς ἐντοιχισμένες ἐπιγραφές, ἀνακαινίζεται γιὰ τελευταία φορὰ τὸ 1995, δαπάναις Γερασίμου Βασιλόπουλου.
Ὁ ναὸς εἶναι μεγάλης ἱστορικῆς σημασίας, ἀφοῦ φιλοξένησε γιὰ τρία ὁλόκληρα χρόνια τὸ Πατριαρχεῖο. Γιατί, γιὰ μιὰ περίοδο ἑκατὸν σαράντα χρόνων περίπου μετὰ τὴν Ἅλωση τοῦ 1453, τὸ Πατριαρχεῖο «περιπλανᾶται».
Ὕστερα ἀπὸ τὴν μετατροπὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ μωαμεθανικὸ τέμενος, ἡ ἕδρα τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας στεγάζεται, γιὰ ἕνα διάστημα, στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ὑποχρεώνεται ὅμως, ἀργότερα, νὰ ἐγκαταλείψῃ κι᾽ αὐτὸν τὸν μέγιστο βυζαντινὸ ναὸ καὶ νὰ φιλοξενηθῇ στὴν Παναγία τὴν Παμμακάριστο.
Ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ μετὰ τὴν παρέλευση ἑνὸς περίπου αἰῶνα, θὰ μεταφερθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Κερατίου· ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δημήτριο τῆς Ξυλόπορτας στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Ἰσμήνη Καπάνταη