Ἀνάμεσα στὴ Μεγάλη τοῦ
Γένους Σχολὴ καὶ στὸ
Ἰωακείμιο Παρθεναγωγεῖο στὸ Φανάρι,
λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ μετόχι
τοῦ Παναγίου Τάφου, βρίσκεται
ὁ ναὸς τῆς Παναγίας
τοῦ Μουχλίου.
Γύρω ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος εἶχε ἀναπτυχθεῖ παλαιότερα μία μικρὴ φιλολογία. Ὁ Σ. Κουγέας εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπὸ τὸ Μουχλίον τοῦ Μυστρᾶ ἀπ᾽ ὅπου κάτοικοι ἦρθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν τὸ 1242 σ᾽ αὐτὴ τὴν περιοχὴ τοῦ Φαναριοῦ. Ὁ Η. Gregoire, ὁ Μ. Λάσκαρης καὶ ὁ μητροπολίτης Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος, δέχονται ἐξελληνισμὸ τῆς σλαβικῆς λέξης mogyla, ποὺ ἦταν ἀρκετὰ διαδεδομένη στὶς ἑλληνικὲς περιοχές. Πράγματι ἡ ἐκκλησία ἔφερε τὰ σχετικὰ ὀνόματα Παναγία τῶν Μογγολίων, τῶν Μουγουλίων, κοινῶς τοῦ Μουχλίου, τοῦ Μουχλιοῦ καὶ Μουχλιώτισσα (Πασπάτης).
Τὸ ἱστορικὸ τοῦ ναοῦ δίνει καὶ τὴν ἐξήγηση τοῦ ὀνόματος: «ἱδρύτρια θεωρεῖται ἡ Μαρία Παλαιολογίνα, κόρη τοῦ Μιχαὴλ Η´ τοῦ Παλαιολόγου (1261-1282). Ἡ Μαρία εἶχε παντρευτεῖ τὸν διάδοχο τῶν Μογγόλων Χολαγκοὺ ἢ Ἀπαγᾶν (Παχυμέρης), ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ καὶ τὸ ναὸ (πιθανότατα τὸ 1285). Γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς ὑπάρχει καὶ σημείωση στὸν κώδικα Paris. gr. 2625.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς πηγὲς ἡ μονὴ τοῦ Μουχλίου κτίστηκε πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παλαιότερου μοναστηρίου τῆς Θεοτόκου τῆς Παναγιωτίσσης, πού, καθὼς φαίνεται, εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Λατίνους (Πασαδαῖος). Ἡ Μαρία Παλαιολογίνα ἀγόρασε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ μὲ τοὺς ἀμπελῶνες καὶ τὰ οἰκήματα, ἀνακαίνισε ὁρισμένα κτίρια καὶ ἄλλα ἔκτισε ἐκ βάθρων καὶ ὀργάνωσε γυναικεία μονή. Ἀφιέρωσε σ᾽ αὐτὴ κειμήλια, πολύτιμα σκεύη, βιβλία, κτήματα στην Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Ῥαιδεστὸ καὶ ξόδεψε ὅλη της τὴν περιουσία. Αὐτὲς τὶς πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ συνοδικὸ ἔγγραφο τοῦ 1351 (Miklosich καὶ Muller, τoμ. Α´, 312-15), σύμφωνα μὲ τὸ ὄποιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίζει να ἐπιστραφῇ ὅλη ἡ περιουσία στὸ γυναικεῖο μοναστήρι ἀπὸ τὸν σφετεριστὴ γαμβρὸ τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας Ἰσαάκιο Παλαιολόγο - Ἀσάνη. O Ἄσάνης εἶχε διορισθεῖ ἀπὸ τὴν Μαρία μὲ χρυσόβουλλο ἔφορος τῆς περιουσίας τῆς μονῆς μετὰ τὸ θάνατο της. Αὐτὸς ὅμως ἐκμεταλλευόταν πρὸς ἴδιον ὄφελος τὰ ἔσοδα καὶ τὸ μοναστήρι εἶχε βρεθεῖ σὲ δεινὴ οἰκονομικὴ θέση.
Μετὰ τὴν Ἅλωση ἡ ἐκκλησία δωρήθηκε στὸν Ἕλληνα ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο ὡς ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Μωάμεθ Β´ για τὴν ἀνέγερση τοῦ τεμένους τοῦ κατακτητὴ Fatih στὸ χῶρο τοῦ κατεδαφισθέντος ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μὲ τοὺς τίτλους ποὺ τῆς παραχώρησε ὁ Πορθητὴς διέφυγε καὶ τὴ μετατροπή της σὲ τζαμὶ ἐπὶ Σελὴμ Α´. Ἔτσι ἡ Παναγία ἡ Μουχλιώτισσα ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργιέται ὡς τὶς μέρες μας.
Σὲ περιτειχισμένο χῶρο μὲ μικρὴ αὐλὴ βρίσκεται μὲ τὸ ἀκανόνιστο σχῆμα του ὁ ναός. Τὸ κυριότερο ἀρχιτεκτονικό του γνώρισμα εἶναι ὁ ῥαδινὸς καὶ κομψὸς τροῦλλος ποὺ προβάλλει δυσανάλογος μὲ τὸ μέγεθος τοῦ κτιρίου. Στηρίζεται πάνω σὲ τέσσερεις πεσσούς. Ἀνατολικὰ διατηρεῖται μέχρι σήμερα ἡ ἁψίδα καὶ βόρεια διασῴζονται μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ δεύτερη μὲ τρόπο ὥστε νὰ ἀποκαλύπτεται τὸ παλαιὸ τρίκογχο σχέδιο τοῦ Ἱεροῦ. Ὁλόκληρη ἡ νότια πλευρὰ διευρύνθηκε μεταγενέστερα καὶ δημιουργήθηκε ὀρθογώνια αἴθουσα, ποὺ καλύπτεται μὲ σταυροθόλια. Ἀπὸ τὸν παλαιὸ διάκοσμο τοῦ ναοῦ διατηροῦνται ἴχνη ἀπὸ τὴν παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ἀπὸ ἐνθύμηση στὸν χειρόγραφο κώδικα τοῦ λεξικοῦ τοῦ Σουΐδα πληροφορούμαστε ὅτι ὁ ζωγράφος Μόδεστος στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ζωγράφισε τὸ ναό.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ψηφιδωτὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μουχλιώτισσας, τὴν ὁποία ὁ Σωτηρίου χρονολογεῖ στὰ τέλη τοῦ 13ου ἢ ἀρχὲς 14ου αἰ., ξεχωρίζουν ἄλλες τέσσερεις εἰκόνες τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου: ἡ Ἁγία Παρασκευὴ (1,35X0,40), ἡ Ἁγία Εὐφημία (1,35X0,40), οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι (1,25X0,60) καὶ οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι (1,27X0,54). Τὸ κωδωνοστάσιο στὴν αὐλὴ εἶναι νεώτερο.
Γύρω ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος εἶχε ἀναπτυχθεῖ παλαιότερα μία μικρὴ φιλολογία. Ὁ Σ. Κουγέας εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπὸ τὸ Μουχλίον τοῦ Μυστρᾶ ἀπ᾽ ὅπου κάτοικοι ἦρθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν τὸ 1242 σ᾽ αὐτὴ τὴν περιοχὴ τοῦ Φαναριοῦ. Ὁ Η. Gregoire, ὁ Μ. Λάσκαρης καὶ ὁ μητροπολίτης Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος, δέχονται ἐξελληνισμὸ τῆς σλαβικῆς λέξης mogyla, ποὺ ἦταν ἀρκετὰ διαδεδομένη στὶς ἑλληνικὲς περιοχές. Πράγματι ἡ ἐκκλησία ἔφερε τὰ σχετικὰ ὀνόματα Παναγία τῶν Μογγολίων, τῶν Μουγουλίων, κοινῶς τοῦ Μουχλίου, τοῦ Μουχλιοῦ καὶ Μουχλιώτισσα (Πασπάτης).
Τὸ ἱστορικὸ τοῦ ναοῦ δίνει καὶ τὴν ἐξήγηση τοῦ ὀνόματος: «ἱδρύτρια θεωρεῖται ἡ Μαρία Παλαιολογίνα, κόρη τοῦ Μιχαὴλ Η´ τοῦ Παλαιολόγου (1261-1282). Ἡ Μαρία εἶχε παντρευτεῖ τὸν διάδοχο τῶν Μογγόλων Χολαγκοὺ ἢ Ἀπαγᾶν (Παχυμέρης), ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ καὶ τὸ ναὸ (πιθανότατα τὸ 1285). Γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς ὑπάρχει καὶ σημείωση στὸν κώδικα Paris. gr. 2625.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς πηγὲς ἡ μονὴ τοῦ Μουχλίου κτίστηκε πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παλαιότερου μοναστηρίου τῆς Θεοτόκου τῆς Παναγιωτίσσης, πού, καθὼς φαίνεται, εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Λατίνους (Πασαδαῖος). Ἡ Μαρία Παλαιολογίνα ἀγόρασε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ μὲ τοὺς ἀμπελῶνες καὶ τὰ οἰκήματα, ἀνακαίνισε ὁρισμένα κτίρια καὶ ἄλλα ἔκτισε ἐκ βάθρων καὶ ὀργάνωσε γυναικεία μονή. Ἀφιέρωσε σ᾽ αὐτὴ κειμήλια, πολύτιμα σκεύη, βιβλία, κτήματα στην Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Ῥαιδεστὸ καὶ ξόδεψε ὅλη της τὴν περιουσία. Αὐτὲς τὶς πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ συνοδικὸ ἔγγραφο τοῦ 1351 (Miklosich καὶ Muller, τoμ. Α´, 312-15), σύμφωνα μὲ τὸ ὄποιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίζει να ἐπιστραφῇ ὅλη ἡ περιουσία στὸ γυναικεῖο μοναστήρι ἀπὸ τὸν σφετεριστὴ γαμβρὸ τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας Ἰσαάκιο Παλαιολόγο - Ἀσάνη. O Ἄσάνης εἶχε διορισθεῖ ἀπὸ τὴν Μαρία μὲ χρυσόβουλλο ἔφορος τῆς περιουσίας τῆς μονῆς μετὰ τὸ θάνατο της. Αὐτὸς ὅμως ἐκμεταλλευόταν πρὸς ἴδιον ὄφελος τὰ ἔσοδα καὶ τὸ μοναστήρι εἶχε βρεθεῖ σὲ δεινὴ οἰκονομικὴ θέση.
Μετὰ τὴν Ἅλωση ἡ ἐκκλησία δωρήθηκε στὸν Ἕλληνα ἀρχιτέκτονα Χριστόδουλο ὡς ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Μωάμεθ Β´ για τὴν ἀνέγερση τοῦ τεμένους τοῦ κατακτητὴ Fatih στὸ χῶρο τοῦ κατεδαφισθέντος ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μὲ τοὺς τίτλους ποὺ τῆς παραχώρησε ὁ Πορθητὴς διέφυγε καὶ τὴ μετατροπή της σὲ τζαμὶ ἐπὶ Σελὴμ Α´. Ἔτσι ἡ Παναγία ἡ Μουχλιώτισσα ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργιέται ὡς τὶς μέρες μας.
Σὲ περιτειχισμένο χῶρο μὲ μικρὴ αὐλὴ βρίσκεται μὲ τὸ ἀκανόνιστο σχῆμα του ὁ ναός. Τὸ κυριότερο ἀρχιτεκτονικό του γνώρισμα εἶναι ὁ ῥαδινὸς καὶ κομψὸς τροῦλλος ποὺ προβάλλει δυσανάλογος μὲ τὸ μέγεθος τοῦ κτιρίου. Στηρίζεται πάνω σὲ τέσσερεις πεσσούς. Ἀνατολικὰ διατηρεῖται μέχρι σήμερα ἡ ἁψίδα καὶ βόρεια διασῴζονται μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ δεύτερη μὲ τρόπο ὥστε νὰ ἀποκαλύπτεται τὸ παλαιὸ τρίκογχο σχέδιο τοῦ Ἱεροῦ. Ὁλόκληρη ἡ νότια πλευρὰ διευρύνθηκε μεταγενέστερα καὶ δημιουργήθηκε ὀρθογώνια αἴθουσα, ποὺ καλύπτεται μὲ σταυροθόλια. Ἀπὸ τὸν παλαιὸ διάκοσμο τοῦ ναοῦ διατηροῦνται ἴχνη ἀπὸ τὴν παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ἀπὸ ἐνθύμηση στὸν χειρόγραφο κώδικα τοῦ λεξικοῦ τοῦ Σουΐδα πληροφορούμαστε ὅτι ὁ ζωγράφος Μόδεστος στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ζωγράφισε τὸ ναό.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ψηφιδωτὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μουχλιώτισσας, τὴν ὁποία ὁ Σωτηρίου χρονολογεῖ στὰ τέλη τοῦ 13ου ἢ ἀρχὲς 14ου αἰ., ξεχωρίζουν ἄλλες τέσσερεις εἰκόνες τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου: ἡ Ἁγία Παρασκευὴ (1,35X0,40), ἡ Ἁγία Εὐφημία (1,35X0,40), οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι (1,25X0,60) καὶ οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι (1,27X0,54). Τὸ κωδωνοστάσιο στὴν αὐλὴ εἶναι νεώτερο.
Ἀθανάσιος
Παλιούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου