Κοντά στην πύλη της Αδριανουπόλεως κατεβήκαμε από το άλογο για να πιούμε ένα φλιτζάνι
καφέ και να καπνίσουμε ένα τσιμπούκι μέσα σ' ένα καφενείο με ετερόκλητη πελατεία, και
συνεχίσαμε την πορεία μας, πάντα συντροφιά με το κοιμητήριο, που δεν έλεγε να τελειώσει∙
βρήκαμε όμως επιτέλους την άκρη του τείχους και μπορέσαμε να μπούμε στην πόλη,
οδηγώντας με σύνεση τα υποζύγιά μας που τρέκλιζαν και σκόνταφταν πάνω στα μαρμάρινα
τουρμπάνια και τα θραύσματα των τάφων που ορθώνονταν πάνω στις γλιστερές πλαγιές.
Φτάσαμε έτσι σε μια συνοικία παράξενη και με πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία: οι παράγκες
γίνονταν ολοένα και πιο ερειπωμένες, φιτωχές και βρώμικες. Οι προσόψεις τους, σκυθρωπές,
τσιμπλιάρικες, βλοσυρές, ήταν σκασμένες, σκεβρωμένες και ξεχαρβαλωμένες, έτοιμες να
πέσουν από τη σήψη. Οι στέγες έμοιαζαν να έχουν κασίδα και οι τοίχοι λέπρα∙ τα λέπια του
γκριζωπού ασταριού ξεκολλούσαν σαν πέτσες από ένα ψωριάρικο δέρμα. Κάποια σκυλιά
ματωμένα, σκελετωμένα, καταφαγωμενα από τους κοριούς και τις δαγκωματιές, κοιμούνταν
μες στη μαύρη και δύσοσμη λάσπη∙ ελεεινά κουρέλια ανέμιζαν στα παράθυρα, πίσω από τα
οποία, καβάλα στ' άλογά μας, ανακαλύπταμε κάτι αλλόκοτα πρόσωπα με μια αρρωστιάρικη
πελιδνότητα, ανάμεσα στο κερί και το λεμόνι, με τεράστια λευκά μπουμπάρια στο κεφάλι και
κάτι ισχνά κορμάκια με επίπεδο στήθος, σφιγμένο από ένα ύφασμα στιλπνό σαν μουλιασμένη
ομπρέλα∙ μάτια μελαγχολικά, άτονα, με κουρασμένα βλέμματα, όμοια στα κίτρινα πρόσωπά
τους με κάρβουνα πεσμένα μέσα σε ομελέτα, σηκώνονταν αργά αργά προς το μέρος μας και
έπεφταν πάλι σε κάποια ασχολία∙ φευγαλέα φαντάσματα περνούσαν κατά μήκος των
παραπηγμάτων με το μέτωπο στεφανωμένο μ' ένα λευκό κουρέλι με μαύρες πιτσιλιές, θαρρείς
και η φθορά είχε σκουπίσει πάνω του τα πινέλα της, και με το κορμί χαμένο μέσα σε μια
μακριά πουκαμίσα που γυάλιζε από τη λίγδα.
Ήμαστε στον Μπαλατά, την εβραϊκή συνοικία, το γκέτο της Κωνσταντινούπολης∙ βλέπαμε εκεί
το κατακάθι τεσσάρων αιώνων καταπίεσης και συκοφαντιών, την κοπριά κάτω από την οποία
τούτος ο λαός, κατατρεγμένος παντού, λουφάζει σαν κάποια έντομα για να κρυφτεί από τους
διώκτες του∙ ελπίζει να σωθεί από την αηδία που εμπνέει, ζει μες στο βόρβορο και παίρνει τα
χρώματά του. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς κάτι πιο ρυπαρό, πιο δύσοσμο και πιο βδελυρό:
η οφίαση, τα χελώνια, η ψώρα, η λέπρα και όλες οι βιβλικές αρρώστιες, από τις οποίες δεν έχει
θεραπευτεί από την εποχή του Μωυσή, τον κατατρώνε χωρίς εκείνος ν' αντιστέκεται, γιατί τον
απασχολεί η σκέψη της κερδοσκοπίας και μόνο∙ δε δίνει καν σημασία στην πανούκλα αν
μπορεί να κάνει ένα μικρό εμπόριο από τα ρούχα των νεκρών. Μέσα σ' αυτή τη ζοφερή
συνοικία περιφέρονται φύρδην μίγδην ο Ααρών και ο Ισαάκ, ο Αβραάμ, και ο Ιακώβ∙ τούτοι οι
φουκαράδες, από τους οποίους ορισμένοι είναι εκατομμυριούχοι, τρέφονται με ψαροκέφαλα,
που τους προκαλούν κάποιες ιδιαίτερες αρρώστιες και που ο υπόλοιπος κόσμος τα κόβει και τα
πετάει γιατί θεωρούνται δηλητηριώδη. Η βρωμερή αυτή τροφή έχει γι' αυτούς το πλεονέκτημα
ότι δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα.
Αντίκρυ, στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου Κόλπου, πάνω σε μια κατάξερη, ξεφλουδισμένη,
κονιορτώδη πλαγιά, απλώνεται το κοιμητήριο που καταπίνει τις νοσηρές γενιές τους. Ο ήλιος
καίει τις άμορφες πέτρες των τάφων τους όπου δε φυτρώνει ούτε ένα χορταράκι και που δεν
τις σκιάζει ούτε ένα δέντρο. Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να παραχωρήσουν αυτή την τέρψη στα
εξόριστα ψοφίμια τους και διατήρησαν στο εβραϊκό νεκροταφείο την όψη ενός κοπρώνα∙ μετά
βίας τους επιτρέπουν να χαράξουν κάποιο μυστηριώδη εβραϊκό χαρακτήρα πάνω στους
κύβους που προεξέχουν σαν εξογκώματα σ' αυτό τον παντέρημο και καταραμένο λόφο.
Πόση διαφορά ανάμεσα σε τούτες τις ασθενικές κούκλες με την απροσδιόριστη ηλικία και τις
εξαίσιες εβραίες της Κωνσταντίνης, που προχωρούν όμορφες σαν τη βασίλισσα του Σαβά και
στολισμένες σαν εκείνη μες στις δίχρωμες δαμασκηνές εσθήτες τους, με ζώνες από μεταλλικές
πλάκες, χρυσές αλυσιδούλες κι έναν κεφαλόδεσμο ξομπλιασμένο με πούλιες! Κι όμως είναι η
ίδια φυλή, αλλά ούτε που θα το φανταζόταν κανείς. Οι μεν θα μπορούσαν να ποζάρουν για
μαντόνες του Ραφαήλ∙ ο Ρέμπραντ μόνο θα ήταν ικανός ν' αναπαραστήσει τις άλλες μέσα σε
κάποια μαγική σκηνή, χρυσαφένιες πάνω σ' ένα κατραμένιο φόντο, μ' εκείνες τις θαυμάσιες
αποχρώσεις της καπνιστής ρέγκας για τις οποίες το Άμστερνταμ του χάρισε το μυστικό.
Ο ίδιος εκφυλισμός παρατηρείται και στους άντρες: κανείς δεν έχει διατηρήσει αμιγώς το
φυλετικό τύπο που είναι κοινός στους εβραίους της Αφρικής, οι οποίοι φαίνεται να έχουν
διατηρήσει την πρωτόγονη ανατολίτικη σφραγίδα.
Οι Τούρκοι, που αναγνωρίζουν τον Αϊσά (Ιησού) σαν προφήτη, κάνουν τους εβραίους να
πληρώνουν βάναυσα το θάνατό του∙ πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν τους
κακομεταχειρίζονται πια όπως άλλοτε, και ότι οι ζωές και οι περιουσίες τους είναι σχεδόν
ασφαλείς από τις συκοφαντίες και τις υπεξαιρέσεις. Όμως ο λαός αυτός, που μένει
αμετακίνητος μες στη λίγδα του, δε νιώθει ακόμα ασφαλής και συνεχίζει την κωμωδία της
αθλιότητάς του. Είναι πάντα βρωμερός, αηδιαστικός και χαμερπής, με κρυμμένο χρυσάφι κάτω
από τα κουρέλια του. Εκδικείται τους χριστιανούς, τους Έλληνες και τους Τούρκους με την
τοκογλυφία. Βαθιά μέσα στις δυσώδεις τρώγλες τους, πολλοί Σάιλοκ, περιμένοντας τη λήξη της
προθεσμίας, ακονίζουν τα μαχαίρια τους πάνω στο δέρμα των παπουτσιών τους για να πάρουν
ένα κομμάτι από τη σάρκα του Μπασάνιο∙ πολλοί καβαλιστές ραβίνοι απλώνουν στάχτες στο
κεφάλι και εξορκίζουν το Θεό να τιμωρήσει όσους σάρωσαν το λαό τους από το πρόσωπο του
κόσμου εδώ και αιώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου