Βρίσκεται στην συνοικία των Ψαμαθιών και ήταν αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα μνημεία της Κωνσταντινούπολης.
Σύμφωνα με τον Σουίδα στο μέρος όπου χτίστηκε η μονή από πριν υπήρχε μια μικρή εκκλησία.
Γύρω στο 450 χτίστηκε η εκκλησία από τον πατριάρχη Στούδιο και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν μοναχοί από ένα μοναστήρι του Βοσπόρου, οι λεγόμενοι "Άϋπνοι".
Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική μήκους κλιτών 25,35 μ. ενώ το πλάτος του μεσαίου κλίτους είναι 12,70 μ. και των πλαϊνών κλιτών 4,60 μ., έχει σύνθρονο, μια αψίδα με πολλές γωνίες, μια κρύπτη σε σταυροειδές σχήμα που ήταν χώρος ταφής νεκρών και έναν νάρθηκα σε τρία μέρη. Στο νότιο τμήμα της εκκλησίας υπάρχει υπόγεια δεξαμενή με πέντε κλίτη και στα ανατολικά της υπάρχει μια κατασκευή σε τετράγωνο σχήμα που πιθανότατα σχετίζεται με το ταφικό παρεκκλήσι.
Το 627 θάφτηκε στο μοναστήρι ο πατριάρχης Βώνος.
Δύσκολες εποχές πέρασε το μοναστήρι στα χρόνια της Εικονομαχίας. Με διαταγή του Κων/νου Ε` (751-775) οι μοναχοί του μοναστηριού διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, παρόλα αυτά το μοναστήρι συνέχιζε να λειτουργεί.
Το 787 το μοναστήρι εκπροσωπήθηκε στη 7η Οικουμενική Σύνοδο από τον ηγούμενο Σάββα.
Το μοναστήρι απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα στα χρόνια του μοναχού Θεόδωρου Στουδίτη (798-826), στα χρόνια του ο αριθμός των μοναχών αυξήθηκε ραγδαία φτάνοντας τους 700. Με μια έξυπνη διοίκηση και αυστηρή τάξη το μοναστήρι έζησε χρυσές εποχές. Η χρυσή εποχή τελείωσε το 818 με την εξορία του Θεόδωρου από τον Λέοντα Ε. Οι οπαδοί του Θεόδωρου είτε διέφυγαν, είτε δολοφονήθηκαν. Στην εποχή του Θεόδωρου στην εκκλησία έγινε μια εικονογράφηση με μια μεγάλη σειρά αγίων. Σχετικά με την εκκλησία ήταν ένα σχολείο και ένα ξενοδοχείο. Επίσης από δω και στο εξής θα είναι το μοναστήρι μέρος παραγωγής χειρογράφων και εικόνων. Εδώ θα αντιγραφούν και θα διασωθούν πολλά χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων. Το 844 τα λείψανα του Θεόδωρου που είχε πεθάνει στην Πρίγκηπο θα μεταφερθούν στο μοναστήρι. Οι εντάσεις όμως που υπήρχαν ανάμεσα στο μοναστήρι και το πατριαρχείο συνεχίστηκαν ως και τα μέσα του 9ου αι.
Τον 10ο αι. στην περιουσία του μοναστηριού προστέθηκαν τα λείψανα και η κάρα του Ιωάννη του Προδρόμου.
Στα 1059 μετά την αποχώρησή του από τον θρόνο ο Ισαάκιος Α Κομνηνός εδώ έγινε μοναχός και καλλώπισε την εκκλησία. Το ίδιο έκανε και ο Μιχαήλ Η Δούκας ο το 1078.
Την εποχή της Λατινικής κατοχής μεγάλο μέρος των λειψάνων είχε διαρπαγεί και το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε και τα πέριξ του μοναστηριού έγιναν βοσκοτόπια. Το 1293 και αφού είχε ανακαταληφθεί η Πόλη από τους βυζαντινούς η εκκλησία επισκευάστηκε και όλο το μοναστήρι περιζώθηκε από παχύ τοίχο. Το μοναστήρι χάρις στα εναπομείναντα λείψανα ήταν ακόμα πέρασμα των προσκυνητών. Ο αριθμός τών μοναχών άρχισε πάλι να αυξάνεται.
Μετά την άλωση το μοναστήρι κλείνει και στις αρχές του 16ου αι. για την κατασκευή ενός κιοσκιού στο παλάτι του Τοπκαπί χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο. Αυτήν την εποχή από τον σταβλάρχη του Βαγιαζήτ του Β τον Ilyas bey σε τζαμί μετατράπηκε και για την οικονομική εξασφάλιση πολλά καταστήματα και ένα χαμάμ στην Βλάγκα δόθηκαν.Ακόμα και τον 16ο αι. υπήρχαν εσωτερικά στολίδια, τοιχογραφίες και μωσαϊκά στην εκκλησία.
Το 1782 έπαθε μεγάλες ζημιές από φωτιά που ξέσπασε στην περιοχή και το 1820 ξαναφτιάχτηκε .Τότε πολλές κολόνες αντικαταστάθηκαν με ξύλινα δοκάρια.
Στο σεισμό του 1894 το τζαμί έπαθε μεγάλες ζημιές.Την περίοδο που ακολούθησε έγιναν ανασκαφές και έρευνες από το Ρώσικο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας το 1908-09. Το 1920 μετά από φωτιά το τζαμί καταστράφηκε και πια δεν επισκευάστηκε.
Η υπόγεια κινστέρνα που βρίσκεται στο νότιο μέρος του ναού.
Σύμφωνα με τον Σουίδα στο μέρος όπου χτίστηκε η μονή από πριν υπήρχε μια μικρή εκκλησία.
Γύρω στο 450 χτίστηκε η εκκλησία από τον πατριάρχη Στούδιο και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν μοναχοί από ένα μοναστήρι του Βοσπόρου, οι λεγόμενοι "Άϋπνοι".
Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική μήκους κλιτών 25,35 μ. ενώ το πλάτος του μεσαίου κλίτους είναι 12,70 μ. και των πλαϊνών κλιτών 4,60 μ., έχει σύνθρονο, μια αψίδα με πολλές γωνίες, μια κρύπτη σε σταυροειδές σχήμα που ήταν χώρος ταφής νεκρών και έναν νάρθηκα σε τρία μέρη. Στο νότιο τμήμα της εκκλησίας υπάρχει υπόγεια δεξαμενή με πέντε κλίτη και στα ανατολικά της υπάρχει μια κατασκευή σε τετράγωνο σχήμα που πιθανότατα σχετίζεται με το ταφικό παρεκκλήσι.
Το 627 θάφτηκε στο μοναστήρι ο πατριάρχης Βώνος.
Δύσκολες εποχές πέρασε το μοναστήρι στα χρόνια της Εικονομαχίας. Με διαταγή του Κων/νου Ε` (751-775) οι μοναχοί του μοναστηριού διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, παρόλα αυτά το μοναστήρι συνέχιζε να λειτουργεί.
Το 787 το μοναστήρι εκπροσωπήθηκε στη 7η Οικουμενική Σύνοδο από τον ηγούμενο Σάββα.
Το μοναστήρι απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα στα χρόνια του μοναχού Θεόδωρου Στουδίτη (798-826), στα χρόνια του ο αριθμός των μοναχών αυξήθηκε ραγδαία φτάνοντας τους 700. Με μια έξυπνη διοίκηση και αυστηρή τάξη το μοναστήρι έζησε χρυσές εποχές. Η χρυσή εποχή τελείωσε το 818 με την εξορία του Θεόδωρου από τον Λέοντα Ε. Οι οπαδοί του Θεόδωρου είτε διέφυγαν, είτε δολοφονήθηκαν. Στην εποχή του Θεόδωρου στην εκκλησία έγινε μια εικονογράφηση με μια μεγάλη σειρά αγίων. Σχετικά με την εκκλησία ήταν ένα σχολείο και ένα ξενοδοχείο. Επίσης από δω και στο εξής θα είναι το μοναστήρι μέρος παραγωγής χειρογράφων και εικόνων. Εδώ θα αντιγραφούν και θα διασωθούν πολλά χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων. Το 844 τα λείψανα του Θεόδωρου που είχε πεθάνει στην Πρίγκηπο θα μεταφερθούν στο μοναστήρι. Οι εντάσεις όμως που υπήρχαν ανάμεσα στο μοναστήρι και το πατριαρχείο συνεχίστηκαν ως και τα μέσα του 9ου αι.
Τον 10ο αι. στην περιουσία του μοναστηριού προστέθηκαν τα λείψανα και η κάρα του Ιωάννη του Προδρόμου.
Στα 1059 μετά την αποχώρησή του από τον θρόνο ο Ισαάκιος Α Κομνηνός εδώ έγινε μοναχός και καλλώπισε την εκκλησία. Το ίδιο έκανε και ο Μιχαήλ Η Δούκας ο το 1078.
Την εποχή της Λατινικής κατοχής μεγάλο μέρος των λειψάνων είχε διαρπαγεί και το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε και τα πέριξ του μοναστηριού έγιναν βοσκοτόπια. Το 1293 και αφού είχε ανακαταληφθεί η Πόλη από τους βυζαντινούς η εκκλησία επισκευάστηκε και όλο το μοναστήρι περιζώθηκε από παχύ τοίχο. Το μοναστήρι χάρις στα εναπομείναντα λείψανα ήταν ακόμα πέρασμα των προσκυνητών. Ο αριθμός τών μοναχών άρχισε πάλι να αυξάνεται.
Μετά την άλωση το μοναστήρι κλείνει και στις αρχές του 16ου αι. για την κατασκευή ενός κιοσκιού στο παλάτι του Τοπκαπί χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο. Αυτήν την εποχή από τον σταβλάρχη του Βαγιαζήτ του Β τον Ilyas bey σε τζαμί μετατράπηκε και για την οικονομική εξασφάλιση πολλά καταστήματα και ένα χαμάμ στην Βλάγκα δόθηκαν.Ακόμα και τον 16ο αι. υπήρχαν εσωτερικά στολίδια, τοιχογραφίες και μωσαϊκά στην εκκλησία.
Το 1782 έπαθε μεγάλες ζημιές από φωτιά που ξέσπασε στην περιοχή και το 1820 ξαναφτιάχτηκε .Τότε πολλές κολόνες αντικαταστάθηκαν με ξύλινα δοκάρια.
Στο σεισμό του 1894 το τζαμί έπαθε μεγάλες ζημιές.Την περίοδο που ακολούθησε έγιναν ανασκαφές και έρευνες από το Ρώσικο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας το 1908-09. Το 1920 μετά από φωτιά το τζαμί καταστράφηκε και πια δεν επισκευάστηκε.
Η υπόγεια κινστέρνα που βρίσκεται στο νότιο μέρος του ναού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου