Το αυτοκρατορικό μουσείο, το πρώτο της χώρας, ιδρύθηκε με διάταγμα και άνοιξε τις πύλες του στο κοινό στις 13 Ιουνίου 1891 σε μια εποχή που οι αρχές προσπαθούσαν να δυτικοποιήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η ιδέα για τη δημιουργία του οφείλεται στην εξοικείωση κάποιων Οθωμανών πολιτικών με τον δυτικό πολιτισμό και την επαφή τους με πολιτιστικά ιδρύματα, όπως το Λούβρο.
Η απόφαση για την ίδρυση ενός αυτοκρατορικού μουσείου ελήφθη το 1869. Η αρχαιολογική συλλογή που είχε συγκεντρωθεί ως εκείνη την περίοδο άρχισε να εκτίθεται στην ελληνική εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που χτίστηκε μετά τη Στάση του Νίκα (532 μ. Χ.) βόρεια της Αγίας Σοφίας, στον εξωτερικό περίβολο του Τοπ Καπί.
Η προσπάθεια ωστόσο εγκαταλείφθηκε για λίγα χρόνια μέχρι το 1872, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Αχμέτ Βεφίκ Πασάς, διπλωμάτης και άνθρωπος των γραμμάτων, δημιουργός του πρώτου οθωμανικού θεάτρου και εκείνος που εισήγαγε τα πρώτα δυτικά έργα στην Προύσα -της οποίας υπήρξε και κυβερνήτης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι υπήρξε μεταφραστής των σημαντικότερων έργων του Μολιέρου.
Με την επαναλειτουργία του Μουσείου, νέος διευθυντής διορίζεται ο γερμανός ιστορικός, αρχαιολόγος και ζωγράφος δρ. Φιλίπ Άντον Ντετιέρ, ο οποίος ήταν τόσο αποτελεσματικός στη συγκέντρωση αντικειμένων, που η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης πολύ σύντομα κρίθηκε ανεπαρκής. Η ιδέα ανέγερσης ενός καινούργιου κτιρίου που θα στέγαζε τα έργα ήρθε τότε στο προσκήνιο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να υλοποιηθεί λόγω των οικονομικών δυσκολιών.
Το πρόβλημα έλυσε προσωρινά το Τσινιλί Κιοσκ, ένα από τα παλαιότερα και ωραιότερα κτίρια στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο που ανήγειρε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, το 1472, μετά την άλωση της Πόλης. Το Τσινιλί Κιοσκ ανακαινίστηκε και άνοιξε το 1880, ενώ από το 1953 φιλοξενεί έργα τουρκικής και ισλαμικής τέχνης, αποτελώντας ένα από τα τρία κτίρια του σημερινού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το 1881 νέος διευθυντής του μουσείου γίνεται ο μπέης Οσμάν Χαμντί, αρχαιολόγος, διανοούμενος και ζωγράφος, γιος του μεγάλου βεζίρη Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά, ενός ορφανού ελληνόπουλου από τη Χίο, που υιοθέτησε ένας πασάς. Υπό τη διεύθυνσή του το μουσείο αποκτά υπόσταση αλλά και πληθώρα αντικειμένων, που έρχονται από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Μια συγκέντρωση που είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών του ίδιου του Οσμάν Χαμντί, ο οποίος ανανέωσε τους νόμους περί προστασίας των αρχαιοτήτων, δημιουργώντας συγχρόνως νέες εθνικές αρχαιολογικές αποστολές.
Σε μία από αυτές τις αποστολές, στη νεκρόπολη της Σιδώνας στον Λίβανο, βρέθηκε και η περίφημη “Σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου” από τον ίδιο τον Οσμάν Χαμντί, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ. και η οποία έκτοτε εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης ως ένα από τα διασημότερα έργα του. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ανήκε στον μακεδόνα βασιλιά, καθώς απεικονίζει σκηνές από τη ζωή και τις μάχες του. Παρά τη λαθεμένη αντίληψη, ωστόσο, ο μύθος του μεγάλου στρατηλάτη συνεχίζει να ακολουθεί το έργο, μοναδικό τόσο για τις ανάγλυφες αναπαραστάσεις του όσο και για την ασυνήθιστα καλή διατήρηση των χρωμάτων.
Επί των ημερών του Οσμάν Χαμντί ξεκίνησε και η κατασκευή του κεντρικού κτιρίου, ένα από τα σημαντικότερα νεοκλασικά κτίρια της Κωνσταντινούπολης, έργο του αρχιτέκτονα Αλεξάντερ Βαλορί, που έχτισε και το ελληνικό ορφανοτροφείο στην Πρίγκηπο. Η πρόσοψή του είναι εμπνευσμένη από τις δύο πιο γνωστές σαρκοφάγους του Μουσείου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Γυναικών που θρηνούν, επίσης από τη Σιδώνα. Το τρίτο κτίριο, που κατασκευάστηκε από τον ίδιο αρχιτέκτονα, άρχισε να λειτουργεί το 1883 ως η πρώτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σήμερα στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή της Ανατολής.
Η νέα τετραώροφη πτέρυγα του μουσείου άνοιξε το 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου