Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Η Προβολή Των Ρωμιών Αρχιτεκτόνων στα Ελληνόφωνα έντυπα της Κωνσταντινούπολης (Τέλος 19ου - Αρχές 20ου Αιώνα) ΙΙ




του Σάββα Ε. Τσιλένη,
Δρ. αρχιτέκτονα-πολεοδόμου ΕΙΕ


Θρόνου και εκδιδόταν κατά τη χρονική περίοδο το 1880-1923. Κατά την  πρώτη πατριαρχία του Ιωακείμ Γ΄ οι συνθήκες επέτρεψαν την οργάνωση τυπογραφείου σε μονιμότερη βάση και έτσι τυπώθηκαν  σαράντα επτά τόμοι.[1]
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα που συμπίπτει με τη βασιλεία του Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909), η πολιτική και θρησκευτική κατάσταση δεν ήταν ευνοϊκή για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η πανσλαβική κίνηση βρισκόταν στο κορύφωμά της, διότι είχε δημιουργηθεί η απόσπαση της Βουλγαρικής Εκκλησίας και η δημιουργία της Εξαρχίας, το 1870, και στη συνέχεια λόγω του Ρωσοοθωμανικού πολέμου του 1877-78 και των παρεμβάσεων της Αυστροουγγαρίας είχαν κηρύξει την ανεξαρτησία τους οι Εκκλησίες της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (1878), της Σερβίας (1879) και της Ρουμανίας. Η ΕΑ που είχε αρχίσει να κυκλοφορεί, το 1885, στα γεγονότα αυτά αφιερώνει μεγάλη έκταση της ύλης. Τα θέματα που τέθηκαν τότε ήταν για την εκπαίδευση και την εκκλησιαστική αυτονομία (Κρικώνης, 1985, VII).
Ο Ιωακείμ Γ΄ αντιλήφθηκε ότι χρειαζόταν ένα δημοσιογραφικό όργανο για την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου του κλήρου και των ηγετικών τάξεων του Γένους, καθώς  και τη διαφώτισή τους  σχετικά με τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις. Από την άλλη πλευρά έχει να αντιπαλέψει την καθολική και προτεσταντική προπαγάνδα και το προσηλυτιστικό έργο των μισιονάριων που δρουν κυρίως στην Μικρά Ασία αλλά ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα χρειαζόταν ένα όργανο για την προβολή των απόψεων του οικουμενισμού προς την οθωμανική κυβέρνηση καθώς και τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ελλάδας.
Αποφασίζεται η δημοσίευση των: (α) ειδήσεων που αφορούν τα διοικητικά θέματα της Μεγάλης Εκκλησίας  και των λοιπών θρόνων της Ανατολής, των μητροπόλεων και των επισκοπών, όπως και των αυτοκέφαλων και ετερόδοξων εκκλησιών, (β) επίσημων εγγράφων που έχουν σχέση με τα ζητήματα της Εκκλησίας, (γ) πραγματείες ιστορικές, ηθικές, θρησκευτικές αλλά και θεολογικά, ιστορικά και  φιλοσοφικά άρθρα επώνυμα, χωρίς να αποκλείονται και κείμενα άλλου επιστημονικού πεδίου, που σχετίζονται με τα αναφυόμενα ζητήματα, τα προνόμια και τις σχέσεις με τους τρίτους, (δ) επιστολές, (ε) στατιστικά δεδομένα που αφορούν την εκπαίδευση τόσο της Κωνσταντινούπολης, όσο και των επαρχιών καθώς επίσης και τον πληθυσμό των χριστιανών της Αυτοκρατορίας, τις προσόδους και τη διαχείριση των μονών και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και (στ) ερανίσματα ξένων περιοδικών, συγγραμμάτων, εφημερίδων και περιληπτικές αφηγήσεις σύγχρονων πολιτικών γεγονότων. 
Τα θέματα που αφορούν το κτισμένο περιβάλλον, είτε είναι αρχιτεκτονικά είτε αφορούν έμμεσα το χώρο των ναών και κατά συνέπεια την ορθότερη λειτουργία του κλήρου, και της εκπαίδευσης,  δεν εντάσσονται αμιγώς σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες αλλά υπεισέρχονται σε όλες. Δίδεται βεβαίως έμφαση στις ειδήσεις από το  Πατριαρχείο και κυρίως στην κοινή δράση των δύο Σωμάτων, δηλαδή του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού (ΔΕΜ) Συμβουλίου  όπως αποκαλούνταν οι κοινές συνεδριάσεις των μελών της Ιεράς Συνόδου και των λαϊκών εκπροσώπων της ομογένειας. Προφανώς τα περισσότερα θέματα  αφορούν την περιοχή δικαιοδοσίας


[1] Πριν από είκοσι τρία χρόνια, το 1985, οι τόμοι της ΕΑ αναπαράχθηκαν με φωτοτυπική επανέκδοση χάρη στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών της Θεσσαλονίκης, με την προσθήκη ενός ευρετηρίου ονομάτων και πραγμάτων σε κάθε τόμο και ένα εκτενές σημείωμα του καθηγητή Χρίστου Θ. Κρικώνη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (της Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας-Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Θεολογικής Σχολής) στον πρώτο τόμο, εν είδη προλεγόμενων που εξιστορεί την εκδοτική ιστορία, τα πρόσωπα που συνέβαλαν στην παραγωγή και τη θεματολογία του περιοδικού,  κατόπι «παραγγελίας» του προηγούμενου πατριάρχη Δημητρίου (Κρικώνης, 1985, V-LXIV).  


της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, και όχι όλο τον οικιστικό χώρο της Πόλης αφού αφήνουν εκτός τις μητροπόλεις Χαλκηδόνος, Δέρκων και Πριγκηπονήσων, αλλά οι γενικές διατάξεις και οι  εγκύκλιοι που αποστέλλονται προς εφαρμογή  αφορούν όλες τις μητροπόλεις της Αυτοκρατορίας. Σχετικά παραδείγματα είναι τα θέματα που αφορούν τα μοναστηριακά κτήματα, τον τρόπο καταγραφής των κοινοτικών ακινήτων, τον τρόπο υποβολής αιτήσεων για την ανοικοδόμηση ή και την επισκευή ναών και σχολείων. Παρακάτω δεν θα αναφερθώ  σε κάποιες από αυτές τις εγκυκλίους αλλά μόνο σε αναφορές για το έργο και την κοινωνική δράση των Ρωμιών αρχιτεκτόνων.
 Το περιοδικό τυπωνόταν μια φορά την εβδομάδα σε δύο τυπογραφικά   φύλλα. Ξεκινά την 1η Οκτωβρίου 1880, με τον τίτλο Αλήθεια. Στην επανέκδοση, της 29ης Μαΐου 1881, υιοθετεί τον τίτλο Εκκλησιαστική Αλήθεια. Η περίοδος που εξετάζουμε, η οποία  περιλαμβάνει χρονικό διάστημα είκοσι ενός ετών και αντιστοιχεί σε είκοσι τέσσερις τόμους, διότι κάποια χρόνια εκδόθηκαν δύο τόμοι,  θεωρείται όχι μόνο η ακμή της Ρωμιοσύνης αλλά και της έντονης πολιτικοποίησης της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αρχισυντάκτες διετέλεσαν: πρώτον ο Μέγας Ρήτωρ & δημοσιογράφος Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος,[1] δεύτερος κατά σειρά ο Μέγας Χαρτοφύλαξ & ιστοριοδίφης Μανουήλ Ι. Γεδεών για μια εικοσαετία με διαλείμματα και στη συνέχεια ο μετέπειτα πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ Γεωργιάδης (1885-1887 / 1925-1929), ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Δώριζας, ο κατόπιν επίσκοπος Κεφαλληνίας αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, ο Ιάκωβος Βασιάδης κ.ά. (Κρικώνης, 1985, XVI)
Ο Μ.Ι.Γεδεών διετέλεσε επίσης επίτιμος διευθυντής του περιοδικού καθ’ όλη τη διάρκεια έκδοσής του τον 20ο αιώνα (1902-1923). Γεννήθηκε στην Πόλη το 1851 με καταγωγή από τη Λέρο και πέθανε στην Αθήνα το 1943, στην εβδομηντάχρονη επαγγελματική του δράση έδωσε πάνω από 700 δημοσιεύματα, τα οποία τον κατατάσσουν ως έναν από τους βασικούς θεμελιωτές των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών στη Ελλάδα. Το έργο του είναι πολυσχιδές, δημοσιεύει μεταξύ άλλων πολύτιμο αρχειακό υλικό, στο οποίο έχει πρόσβαση ως Χαρτοφύλαξ αλλά και ως  Χρονογράφος, μετά το 1901. Μάλιστα στην ΕΑ, συναντούμε το 1889, εγκύκλιο της Πρωτοσυγκελλίας με προτροπή του πατριάρχη Διονυσίου Ε΄, προς όλες τις ενορίες, όπου ζητά από τους επιτρόπους και τους εφόρους των σχολών να του παραχωρήσουν ότι ιδιωτικό και δημόσιο έγγραφο βρίσκεται στα αρχεία τους, κώδικες λογαριασμών, αρχαία άμφια, σκεύη και εικόνες για να συμπληρώσει την Ιστορία των εν Κωνσταντινουπόλει εκκλησιών, αλλά και για να δημιουργηθεί σιγά-σιγά  ένα μουσείο. Ζήτησε επίσης να καταρτισθούν κατάλογοι τεχνιτών, διδασκάλων, αρχιερατικών προϊσταμένων, ιδρυτών και ευεργετών (ΕΑ, τόμ. 13ος , έτ. Θ΄ (1889), τ. 20, 154). Δεν ξέρουμε αν συντάχθηκαν ποτέ αυτοί οι κατάλογοι, αλλά ο Γεδεών δημοσίευσε σε δεκατρείς συνέχειες στο περιοδικό, το μεγάλο άρθρο «Εκκλησίαι Βυζαντιναί εξακριβούμεναι, κυρίως δε η Θεοτόκος των Κύρου» (ΕΑ,  τόμ. 23ος, έτ. ΙΘ΄ (1899), τ. 52, 53 & τόμ. 24ος, έτ. Κ΄ (1900), τ. 4-44),  όπου παραθέτει  μεταξύ άλλων και κατάλογο, του 1683, «των εκκλησιών της Πόλεως και των πέριξ», που είναι ο αρχαιότερος σωζόμενος (ΕΑ, τόμ. 23ος, έτ. ΙΘ΄ (1899), τ. 53, 510).


[1] Ο Μήνας Δ. Χαμουδόπουλος  ήταν και ο συσσυγγραφέας με τον αδελφό του Χρήστο, του βιβλίου με τίτλο Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α΄, Σμύρνη 1874. Χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος που προσπάθησε να κάνει πράξη το όραμα του οθωμανισμού. Διετέλεσε βουλευτής Σμύρνης στο βραχύβιο οθωμανικό Κοινοβούλιο του Αμπντούλ Χαμήτ Β΄, Γραμματέας της Οθωμανικής πρεσβείας στην Αθήνα και βοηθός Νομάρχη στο Ντιάρμπακιρ, βλ. Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου (2008). Αυτός έγραψε σε συνέχειες τα άρθρα  «Δημοτική εν Κωνσταντινουπόλει εκπαίδευσις»  στο περιοδικό ΕΑ, τόμ. 1ος (1880), όπου παρέχει χρήσιμες στατιστικές πληροφορίες για τους μαθητές και τους δασκάλους των σχολείων  σε διάφορες ενορίες της Πόλης.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου