Τρίτη 31 Μαΐου 2011
Οδός του Διβανίου- Divanyolu cadessi
Το τζαμί του Φιρούζ αγά
Η στροφή του δρόμου που οδηγεί στην Αγία Σοφία. Στα αριστερά το Μίλιον.
Η κατεβασιά του δρόμου που οδηγεί στον Ιππόδρομο.
Οι τάφοι των Σουλτάνων.
Το ιστορικό χαμάμ στο Cemberlitas.
Η στάση του τραμ στο Cemberlitas, δεξιά η βάση της στήλης του Κωνσταντίνου.
Η βιβλιοθήκη των Κιοπρουλήδων.
Καφενείο κατά τον Θεόφιλο Γκωτιέ
Για να ολοκληρώσω αυτή τη μονογραφία του κωνσταντινουπολίτικου καφενείου, ας αναφέρω
ένα άλλο που βρίσκεται κοντά στη σκάλα του Γενί Τζαμί, και στο οποίο συχνάζουν σχεδόν μόνο
ναύτες. Ο φωτισμός του είναι αρκετά πρωτότυπος: αποτελείται από γυάλες γεμισμένες με λάδι
όπου καίει ένα φιτίλι, κρεμασμένες στην οροφή από ένα σύρμα στριμμένο σπειροειδώς, σαν
εκείνα που βάζουν στα ξύλινα κανόνια των παιδιών και χρησιμεύουν για σούστα. Ο καφετζής
(αφεντικό του καφενείου) αγγίζει πότε πότε τις γυάλες που, χάρη στο ελατήριό τους,
ανεβοκατεβαίνουν, εκτελώντας ένα είδος πυροτεχνικής χορογραφίας, προς μεγάλη
ικανοποίηση της ομήγυρης, που είναι ντυμένη έτσι ώστε να μη φοβάται τους λεκέδες. Ένας
πολυέλαιος με ορειχάλκινο σκελετό, σε σχήμα πλοίου στολισμένου με φωτάκια που
διαγράφουν τις γραμμές του, συμπληρώνει την ασυνήθιστη αυτή φωταψία και κάνει ένα λεπτό
υπαινιγμό, ευκόλως κατανοητό από την πελατεία του καφενείου.
Βλέποντας ένα Φράγκο να μπαίνει, ο καφετζής έδωσε, προς τιμήν του, μια μανιασμένη
σπρωξιά στο φωτιστικό του∙ οι γυάλες βάλθηκαν να χορεύουν σαν σπινθήρες, και το ναυτικό
πολύφωτο κλυδωνίστηκε και κύλησε σαν καραβέλα μέσα σε τρικυμία σκορπίζοντας στάλες
ταγγισμένου λαδιού.
Θα χρειαζόταν, για ν' αποδώσει κανείς πιστά τη φυσιογνωμία των θαμώνων τούτης της
τρώγλης, το μολύβι του Ραφέ
22
ή το πινέλο του Ντεκάμ∙ χωρίς υπερβολή. Ήταν εκεί κάτι
παλικαράδες με τραχιά μουστάκια, με μύτη σημαδεμένη με τις πιο έντονες αποχρώσεις, με
επιδερμίδα στο χρώμα του πούρου της Αβάνας και του κεραμιδιού, με μεγάλα ανατολίτικα
μαύρα και άσπρα μάτια, με ξυρισμένους και γαλαζωπούς κροτάφους, με αρειμάνιο ύφος και
με ασυνήθιστη προφορά ‐ από τα πρόσωπα εκείνα που δεν ξεχνάς όταν τα δεις μια φορά, και
που μπροστά τους ακόμα και οι πιο σκληροί νταήδες μοιάζουν με παλικάρια της φακής.
Μέσα από το αβέβαιο φέγγος των καντηλιών που τρεμόσβηναν και τις τολύπες του καπνού,
διαγράφονταν με αδρές γραμμές, με απρόσμενες φωτοσκιάσεις∙ και δυνατές σκιές σε όλες τις
αποχρώσεις της ώχρας, της σιένας και του κατραμιού αναδείκνυαν δυναμικά το ρεμπραντικό
φως των περιγραμμάτων τους. Αντί για τον ήρεμο τοίχο ενός καφενείου, τους φανταζόταν
κανείς άθελά του με φόντο τα κατσάβραχα ενός φαραγγιού ή τις μαύρες κοιλότητες μιας
σπηλιάς ληστών, και ας ήταν, στο κάτω κάτω, οι πιο έντιμοι άνθρωποι στον κόσμο∙ γιατί οι
κυρτές μύτες, τα ηλιοφαγωμένα πρόσωπα, τα δασιά φρύδια και τα τραχιά χαρακτηριστικά δεν
κάνουν κάποιον φαύλο, και τούτα τα πλάσματα με το άγριο παρουσιαστικό μύριζαν τον καφέ
τους και παραδίδονταν στη χαυνωτική τέρψη του καπνίσματος με γαλήνη εκπληκτική για
θνητούς τόσο χαρακτηριστικούς και τόσο άξιους ν' αποτελέσουν πρότυπο των ληστών του
Σαλβατόρε Ρόζα ή του Αντριέν Γκινιέ.
Φορούσαν παλιά σακάκια κατάσαρκα στο στέρνο τους, φαρδιές περισκελίδες από καραβόπανο
αλύγιστες από την πίσσα και το κατράμι, κόκκινα ζωνάρια που ανέβαιναν ως τις μασχάλες,
ξεβαμμένα φέσια, κουρέλια τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι, στραβοπατημένα παλιοπάπουτσα,
κάπες με χοντροκομμένα σιρίτια, κοκαλωμένες από την αλμύρα, φαγωμένες από τον ήλιο,
θαυμάσια ράκη, γραφικά και όχι ελεεινά, αποφόρια σαν των λαζαριστών και όχι των φτωχών,
που μέσα από τις τρύπες τους διαφαίνονταν ατσάλινοι μύες και μπρούντζινες επιδερμίδες.
Σχεδόν όλοι αυτοί οι ναυτικοί είχαν στα μπράτσα τους κόκκινα και γαλάζια τατουάζ. Ακόμα κι
ένας άξεστος αισθάνεται ενστικτωδώς ότι το στολίδι χαράζει μια απαραβίαστη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα σ' εκείνον και το ζώο∙ και, όταν δεν μπορεί να κεντήσει τα ρούχα του, κεντάει
το δέρμα του. Τη συνήθεια αυτή τη συναντά κανείς παντού: το σχέδιο δεν το πρωτοανακάλυψε
η κόρη ενός κεραμοποιού από τη Σικυώνα, που χάραξε πάνω σ' έναν τοίχο τη σκιά του
αγαπημένου της, αλλά ο άγριος που κέντησε ένα αραβούργημα πάνω στο πυρόξανθο δέρμα
του μ' ένα ψαροκόκαλο.
Είδα πάνω στα μπράτσα αυτά με τις πεταχτές φλέβες και τους αθλητικούς δικέφαλους, πρώτα
πρώτα το mach'allah, φυλαχτό που προστατεύει από το κακό μάτι που τόσο τρέμουν στην
Ανατολή, ύστερα φλογερές καρδιές που τις διαπερνούσε ένα βέλος, πανομοιότυπες μ' εκείνες
πάνω στα μπράτσα ενός Γάλλου τυμπανιστή ή στο γράμμα μιας ερωτευμένης μαγείρισσας,
σούρες του Κορανίου, ευλαβικές αναμνήσεις από το προσκύνημα στη Μέκκα, να
περιπτύσσονται με λουλούδια και κλαδιά, άγκυρες χιαστί, ατμόπλοια με τους τροχούς τους και
το σπειροειδή καπνό τους.
Παρατήρησα ιδιαιτέρως ένα δυνατό νεαρό, με κουρέλια λίγο πιο κομψά από των υπόλοιπων,
που στα ξεμπράτσωτα χέρια του φαινόταν, μέσα σ' ένα πλαίσιο από αραβουργήματα, από τη
δεξιά πλευρά ένας νεαρός Τούρκος, με στολή της μεταρρύθμισης, γαλάζια ρεντιγκότα και κόκκινο φέσι, να κρατάει μια γλάστρα με βασιλικό, και από την αριστερή πλευρά μια μικρόσωμη χορεύτρια με κοντή φουστίτσα, με στηθόδεσμο μιας περί, που έμοιαζε να
σταματάει στη μέση μιας χορευτικής φιγούρας για να δεχτεί την αβρή προσφορά του
γαλαντόμου. Αυτό το αριστουργηματικό τατουάζ υπαινισσόταν, σίγουρα, κάποια καλότυχη ιστορία, την ανάμνηση της οποίας ο συνετός ναυτικός είχε γράψει στο δέρμα του μην τυχόν και
έσβηνε από την καρδιά του.
Δυο τρομεροί αλλά πολύ ευγενικοί τύποι μού έκαναν χαριτωμένα χώρο στο ψάθινο ντιβάνι∙ και
ο καφές που ήπια εκεί ήταν σίγουρα καλύτερος από το μαύρο αφέψημα ακόμα και του πιο διάσημου καφενείου του Παρισιού. Η απουσία της μέθης κάνει ευχάριστες στη συναναστροφή
ακόμα και τις πιο χαμηλές τάξεις της Κωνσταντινούπολης, και οι Ανατολίτες έχουν μια φυσική
αξιοπρέπεια άγνωστη σ' εμάς. Φανταστείτε έναν Τούρκο να πηγαίνει νυχτιάτικα στο μαγαζί του
Πωλ Νικέ! Θα γινόταν η αφορμή για άπειρα χλευαστικά γιουχαΐσματα και για άλλες τόσες
χυδαίες εξυπνάδες! Η θέση μου ήταν ανάλογη σ' αυτή τη ντουμανιασμένη τρώγλη, και όμως
κανείς δε φάνηκε να με προσέχει και δεν επέτρεψε στον εαυτό του την παραμικρή απρέπεια.
Είναι αλήθεια ότι το μοναδικό ποτό προς πώλησιν ήταν το νερό που περιέφεραν γύρω από την
αίθουσα Ελληνόπουλα τα οποία επαναλάμβαναν με μια μονότονη και τσιριχτή φωνή,
«crionero, crionero», και ότι στο μαγαζί του Πωλ Νικέ μπεκρουλιάζουν με μισόκιλα και
καραφάκια επειδή είναι υπέρμετρα πολιτισμένοι.
ένα άλλο που βρίσκεται κοντά στη σκάλα του Γενί Τζαμί, και στο οποίο συχνάζουν σχεδόν μόνο
ναύτες. Ο φωτισμός του είναι αρκετά πρωτότυπος: αποτελείται από γυάλες γεμισμένες με λάδι
όπου καίει ένα φιτίλι, κρεμασμένες στην οροφή από ένα σύρμα στριμμένο σπειροειδώς, σαν
εκείνα που βάζουν στα ξύλινα κανόνια των παιδιών και χρησιμεύουν για σούστα. Ο καφετζής
(αφεντικό του καφενείου) αγγίζει πότε πότε τις γυάλες που, χάρη στο ελατήριό τους,
ανεβοκατεβαίνουν, εκτελώντας ένα είδος πυροτεχνικής χορογραφίας, προς μεγάλη
ικανοποίηση της ομήγυρης, που είναι ντυμένη έτσι ώστε να μη φοβάται τους λεκέδες. Ένας
πολυέλαιος με ορειχάλκινο σκελετό, σε σχήμα πλοίου στολισμένου με φωτάκια που
διαγράφουν τις γραμμές του, συμπληρώνει την ασυνήθιστη αυτή φωταψία και κάνει ένα λεπτό
υπαινιγμό, ευκόλως κατανοητό από την πελατεία του καφενείου.
Βλέποντας ένα Φράγκο να μπαίνει, ο καφετζής έδωσε, προς τιμήν του, μια μανιασμένη
σπρωξιά στο φωτιστικό του∙ οι γυάλες βάλθηκαν να χορεύουν σαν σπινθήρες, και το ναυτικό
πολύφωτο κλυδωνίστηκε και κύλησε σαν καραβέλα μέσα σε τρικυμία σκορπίζοντας στάλες
ταγγισμένου λαδιού.
Θα χρειαζόταν, για ν' αποδώσει κανείς πιστά τη φυσιογνωμία των θαμώνων τούτης της
τρώγλης, το μολύβι του Ραφέ
22
ή το πινέλο του Ντεκάμ∙ χωρίς υπερβολή. Ήταν εκεί κάτι
παλικαράδες με τραχιά μουστάκια, με μύτη σημαδεμένη με τις πιο έντονες αποχρώσεις, με
επιδερμίδα στο χρώμα του πούρου της Αβάνας και του κεραμιδιού, με μεγάλα ανατολίτικα
μαύρα και άσπρα μάτια, με ξυρισμένους και γαλαζωπούς κροτάφους, με αρειμάνιο ύφος και
με ασυνήθιστη προφορά ‐ από τα πρόσωπα εκείνα που δεν ξεχνάς όταν τα δεις μια φορά, και
που μπροστά τους ακόμα και οι πιο σκληροί νταήδες μοιάζουν με παλικάρια της φακής.
Μέσα από το αβέβαιο φέγγος των καντηλιών που τρεμόσβηναν και τις τολύπες του καπνού,
διαγράφονταν με αδρές γραμμές, με απρόσμενες φωτοσκιάσεις∙ και δυνατές σκιές σε όλες τις
αποχρώσεις της ώχρας, της σιένας και του κατραμιού αναδείκνυαν δυναμικά το ρεμπραντικό
φως των περιγραμμάτων τους. Αντί για τον ήρεμο τοίχο ενός καφενείου, τους φανταζόταν
κανείς άθελά του με φόντο τα κατσάβραχα ενός φαραγγιού ή τις μαύρες κοιλότητες μιας
σπηλιάς ληστών, και ας ήταν, στο κάτω κάτω, οι πιο έντιμοι άνθρωποι στον κόσμο∙ γιατί οι
κυρτές μύτες, τα ηλιοφαγωμένα πρόσωπα, τα δασιά φρύδια και τα τραχιά χαρακτηριστικά δεν
κάνουν κάποιον φαύλο, και τούτα τα πλάσματα με το άγριο παρουσιαστικό μύριζαν τον καφέ
τους και παραδίδονταν στη χαυνωτική τέρψη του καπνίσματος με γαλήνη εκπληκτική για
θνητούς τόσο χαρακτηριστικούς και τόσο άξιους ν' αποτελέσουν πρότυπο των ληστών του
Σαλβατόρε Ρόζα ή του Αντριέν Γκινιέ.
Φορούσαν παλιά σακάκια κατάσαρκα στο στέρνο τους, φαρδιές περισκελίδες από καραβόπανο
αλύγιστες από την πίσσα και το κατράμι, κόκκινα ζωνάρια που ανέβαιναν ως τις μασχάλες,
ξεβαμμένα φέσια, κουρέλια τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι, στραβοπατημένα παλιοπάπουτσα,
κάπες με χοντροκομμένα σιρίτια, κοκαλωμένες από την αλμύρα, φαγωμένες από τον ήλιο,
θαυμάσια ράκη, γραφικά και όχι ελεεινά, αποφόρια σαν των λαζαριστών και όχι των φτωχών,
που μέσα από τις τρύπες τους διαφαίνονταν ατσάλινοι μύες και μπρούντζινες επιδερμίδες.
Σχεδόν όλοι αυτοί οι ναυτικοί είχαν στα μπράτσα τους κόκκινα και γαλάζια τατουάζ. Ακόμα κι
ένας άξεστος αισθάνεται ενστικτωδώς ότι το στολίδι χαράζει μια απαραβίαστη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα σ' εκείνον και το ζώο∙ και, όταν δεν μπορεί να κεντήσει τα ρούχα του, κεντάει
το δέρμα του. Τη συνήθεια αυτή τη συναντά κανείς παντού: το σχέδιο δεν το πρωτοανακάλυψε
η κόρη ενός κεραμοποιού από τη Σικυώνα, που χάραξε πάνω σ' έναν τοίχο τη σκιά του
αγαπημένου της, αλλά ο άγριος που κέντησε ένα αραβούργημα πάνω στο πυρόξανθο δέρμα
του μ' ένα ψαροκόκαλο.
Είδα πάνω στα μπράτσα αυτά με τις πεταχτές φλέβες και τους αθλητικούς δικέφαλους, πρώτα
πρώτα το mach'allah, φυλαχτό που προστατεύει από το κακό μάτι που τόσο τρέμουν στην
Ανατολή, ύστερα φλογερές καρδιές που τις διαπερνούσε ένα βέλος, πανομοιότυπες μ' εκείνες
πάνω στα μπράτσα ενός Γάλλου τυμπανιστή ή στο γράμμα μιας ερωτευμένης μαγείρισσας,
σούρες του Κορανίου, ευλαβικές αναμνήσεις από το προσκύνημα στη Μέκκα, να
περιπτύσσονται με λουλούδια και κλαδιά, άγκυρες χιαστί, ατμόπλοια με τους τροχούς τους και
το σπειροειδή καπνό τους.
Παρατήρησα ιδιαιτέρως ένα δυνατό νεαρό, με κουρέλια λίγο πιο κομψά από των υπόλοιπων,
που στα ξεμπράτσωτα χέρια του φαινόταν, μέσα σ' ένα πλαίσιο από αραβουργήματα, από τη
δεξιά πλευρά ένας νεαρός Τούρκος, με στολή της μεταρρύθμισης, γαλάζια ρεντιγκότα και κόκκινο φέσι, να κρατάει μια γλάστρα με βασιλικό, και από την αριστερή πλευρά μια μικρόσωμη χορεύτρια με κοντή φουστίτσα, με στηθόδεσμο μιας περί, που έμοιαζε να
σταματάει στη μέση μιας χορευτικής φιγούρας για να δεχτεί την αβρή προσφορά του
γαλαντόμου. Αυτό το αριστουργηματικό τατουάζ υπαινισσόταν, σίγουρα, κάποια καλότυχη ιστορία, την ανάμνηση της οποίας ο συνετός ναυτικός είχε γράψει στο δέρμα του μην τυχόν και
έσβηνε από την καρδιά του.
Δυο τρομεροί αλλά πολύ ευγενικοί τύποι μού έκαναν χαριτωμένα χώρο στο ψάθινο ντιβάνι∙ και
ο καφές που ήπια εκεί ήταν σίγουρα καλύτερος από το μαύρο αφέψημα ακόμα και του πιο διάσημου καφενείου του Παρισιού. Η απουσία της μέθης κάνει ευχάριστες στη συναναστροφή
ακόμα και τις πιο χαμηλές τάξεις της Κωνσταντινούπολης, και οι Ανατολίτες έχουν μια φυσική
αξιοπρέπεια άγνωστη σ' εμάς. Φανταστείτε έναν Τούρκο να πηγαίνει νυχτιάτικα στο μαγαζί του
Πωλ Νικέ! Θα γινόταν η αφορμή για άπειρα χλευαστικά γιουχαΐσματα και για άλλες τόσες
χυδαίες εξυπνάδες! Η θέση μου ήταν ανάλογη σ' αυτή τη ντουμανιασμένη τρώγλη, και όμως
κανείς δε φάνηκε να με προσέχει και δεν επέτρεψε στον εαυτό του την παραμικρή απρέπεια.
Είναι αλήθεια ότι το μοναδικό ποτό προς πώλησιν ήταν το νερό που περιέφεραν γύρω από την
αίθουσα Ελληνόπουλα τα οποία επαναλάμβαναν με μια μονότονη και τσιριχτή φωνή,
«crionero, crionero», και ότι στο μαγαζί του Πωλ Νικέ μπεκρουλιάζουν με μισόκιλα και
καραφάκια επειδή είναι υπέρμετρα πολιτισμένοι.
Πλανόδιοι πωλητές και όχι μόνο
Κυριακή 29 Μαΐου 2011
Οι υπόγειες κινστέρνες κατά τον Θεόφιλο Γκωτιέ
Σε κάποια απόσταση από τον Ιππόδρομο, καταμεσής μιας περιοχής σπαρμένης με
πυρπολημένα ερείπια, υπάρχει, στην πίσω πλευρά ενός λοφίσκου, σαν μαύρο στόμιο, η
είσοδος μιας στερεμένης βυζαντινής κινστέρνας. Κατεβαίνει κανείς εκεί από μια ξύλινη σκάλα.
Οι Τούρκοι την ονομάζουν Μπεν Μπιρ Ντερέκ ή οι Χίλιες και Μία Κολόνες, αν και στην πραγματικότητα έχει μονάχα διακόσιες είκοσι τέσσερις. Οι κολόνες αυτές, από λευκό μάρμαρο,
που καταλήγουν σε χοντροκομμένα κιονόκρανα ενός κακότεχνου κορινθιακού ρυθμού,
ανεπεξέργαστα ή φθαρμένα, υποστηρίζουν ημικυκλικές αψίδες και σχηματίζουν πολλές
γιατί η κινστέρνα πρέπει να ήταν άλλοτε πιο βαθιά. Πάνω στα κιονόκρανα διακρίνονται αμυδρά κάποια αινιγματικά σημεία, βυζαντινά ιερογλυφικά που η σημασία τους έχει χαθεί.
Ένα έψιλον και ένα φι, που επαναλαμβάνονται συχνά, μεταφράζονται με τούτες τις λέξεις:
«Εύγε, Φιλόξενε». Η κινστέρνα αυτή, στην πραγματικότητα, εξυπηρετούσε τους ξένους.
Χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο, το μονόγραμμα του οποίου είναι αποτυπωμένο πάνω στις μεγάλες ρωμαϊκές πλίνθους του θόλου και πάνω στους κορμούς πολλών κιόνων. Τώρα, Εβραίοι
και Αρμένιοι έχουν εγκαταστήσει εδώ μια βιοτεχνία μεταξιού.
Τα ροδάνια και οι ανέμες τρίζουν κάτω από τις αψίδες του Κωνσταντίνου, και ο θόρυβος των αργαλειών μιμείται το κελάρυσμα του στερεμένου νερού∙ μέσα σ' αυτό το υπόγειο, φωτισμένο
από ένα αμυδρό ημίφως που το μάχονται βαθιές σκιές, βασιλεύει μια παγερή δροσιά που σε
περονιάζει και ένιωσα έντονη ηδονή όταν ξανανέβηκα από τα βάθη αυτής της αβύσσου στο
χλιαρό φως του ήλιου, συμπονώντας με όλη μου την καρδιά τους άμοιρους εργάτες που
φτιάχνουν κάτω από τη γη έργα της υπομονής σαν τους νάνους και τους καλικάντζαρους.
Σε μικρή απόσταση από αυτή την κινστέρνα, πίσω από την Αγία Σοφία, υπάρχει μια άλλη που
ονομάζεται Γεριμπατάν Σεράι (το υπόγειο ανάκτορο). Αυτή δεν κρύβει μεταξοϋφαντουργεία όπως το Μπεν Μπιρ Ντερέκ. Από την είσοδο, υγρές και διαπεραστικές αναθυμιάσεις, φορτωμένες καταρροές, πνευμονίες και πλευρίτιδες, σε τυλίγουν σαν μουλιασμένο πανωφόρι∙
ένα μαύρο νερό με λίγες ξεφτισμένες πούλιες και λίγους μολυβένιους υδατοστρόβιλους λούζει
τις χορταριασμένες κολόνες και κατεβαίνει κάτω από τις σκιερές αψίδες σε βάθη που το μάτι δεν μπορεί να υπολογίσει, και οι αχτίδες των δαδιών δε φτάνουν.
Τίποτα δεν είναι πιο ζοφερό και πιο τρομαχτικό∙ οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι τα τζίνια, οι βρικόλακες και οι αφρίτες κάνουν σατανιστικές τελετές μες στο πένθιμο παλάτι και ότι πάλλουν εκεί χαρμόσυνα τα νυχτεριδίσια φτερά τους τα μουλιασμένα από τα δάκρυα του θόλου. Άλλοτε διέσχιζαν με καράβι τούτη την υπόγεια θάλασσα, ένα ταξίδι που πρέπει να έμοιαζε με το διάπλου των υποχθόνιων ποταμιών μες στη βάρκα του Χάροντα.
Βάρκες, παρασυρμένες σίγουρα από εσωτερικά ρεύματα προς κάποια καταβόθρα, δεν επέστρεψαν ποτέ από αυτή τη μαύρη αποστολή, που σήμερα είναι απαγορευμένη και που δε θα είχα εξάλλου την παραμικρή επιθυμία να επιχειρήσώ, ακόμα και αν επιτρεπόταν.
πυρπολημένα ερείπια, υπάρχει, στην πίσω πλευρά ενός λοφίσκου, σαν μαύρο στόμιο, η
είσοδος μιας στερεμένης βυζαντινής κινστέρνας. Κατεβαίνει κανείς εκεί από μια ξύλινη σκάλα.
Οι Τούρκοι την ονομάζουν Μπεν Μπιρ Ντερέκ ή οι Χίλιες και Μία Κολόνες, αν και στην πραγματικότητα έχει μονάχα διακόσιες είκοσι τέσσερις. Οι κολόνες αυτές, από λευκό μάρμαρο,
που καταλήγουν σε χοντροκομμένα κιονόκρανα ενός κακότεχνου κορινθιακού ρυθμού,
ανεπεξέργαστα ή φθαρμένα, υποστηρίζουν ημικυκλικές αψίδες και σχηματίζουν πολλές
κιονοστοιχίες. Έχουν, σε ύψος τριών ή τεσσάρων ποδιών, ως εκεί που ανέβαιναν τα νερά, ένα εξόγκωμα που τους χρησίμευε προφανώς για βάση όταν η δεξαμενή ήταν γεμάτη. Ο βυθός έχει
ανυψωθεί από τη σκόνη των αιώνων, τα ερείπια του θόλου και τα παντός είδους σκουπίδια∙γιατί η κινστέρνα πρέπει να ήταν άλλοτε πιο βαθιά. Πάνω στα κιονόκρανα διακρίνονται αμυδρά κάποια αινιγματικά σημεία, βυζαντινά ιερογλυφικά που η σημασία τους έχει χαθεί.
Ένα έψιλον και ένα φι, που επαναλαμβάνονται συχνά, μεταφράζονται με τούτες τις λέξεις:
«Εύγε, Φιλόξενε». Η κινστέρνα αυτή, στην πραγματικότητα, εξυπηρετούσε τους ξένους.
Χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο, το μονόγραμμα του οποίου είναι αποτυπωμένο πάνω στις μεγάλες ρωμαϊκές πλίνθους του θόλου και πάνω στους κορμούς πολλών κιόνων. Τώρα, Εβραίοι
και Αρμένιοι έχουν εγκαταστήσει εδώ μια βιοτεχνία μεταξιού.
Τα ροδάνια και οι ανέμες τρίζουν κάτω από τις αψίδες του Κωνσταντίνου, και ο θόρυβος των αργαλειών μιμείται το κελάρυσμα του στερεμένου νερού∙ μέσα σ' αυτό το υπόγειο, φωτισμένο
από ένα αμυδρό ημίφως που το μάχονται βαθιές σκιές, βασιλεύει μια παγερή δροσιά που σε
περονιάζει και ένιωσα έντονη ηδονή όταν ξανανέβηκα από τα βάθη αυτής της αβύσσου στο
χλιαρό φως του ήλιου, συμπονώντας με όλη μου την καρδιά τους άμοιρους εργάτες που
φτιάχνουν κάτω από τη γη έργα της υπομονής σαν τους νάνους και τους καλικάντζαρους.
Σε μικρή απόσταση από αυτή την κινστέρνα, πίσω από την Αγία Σοφία, υπάρχει μια άλλη που
ονομάζεται Γεριμπατάν Σεράι (το υπόγειο ανάκτορο). Αυτή δεν κρύβει μεταξοϋφαντουργεία όπως το Μπεν Μπιρ Ντερέκ. Από την είσοδο, υγρές και διαπεραστικές αναθυμιάσεις, φορτωμένες καταρροές, πνευμονίες και πλευρίτιδες, σε τυλίγουν σαν μουλιασμένο πανωφόρι∙
ένα μαύρο νερό με λίγες ξεφτισμένες πούλιες και λίγους μολυβένιους υδατοστρόβιλους λούζει
τις χορταριασμένες κολόνες και κατεβαίνει κάτω από τις σκιερές αψίδες σε βάθη που το μάτι δεν μπορεί να υπολογίσει, και οι αχτίδες των δαδιών δε φτάνουν.
Τίποτα δεν είναι πιο ζοφερό και πιο τρομαχτικό∙ οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι τα τζίνια, οι βρικόλακες και οι αφρίτες κάνουν σατανιστικές τελετές μες στο πένθιμο παλάτι και ότι πάλλουν εκεί χαρμόσυνα τα νυχτεριδίσια φτερά τους τα μουλιασμένα από τα δάκρυα του θόλου. Άλλοτε διέσχιζαν με καράβι τούτη την υπόγεια θάλασσα, ένα ταξίδι που πρέπει να έμοιαζε με το διάπλου των υποχθόνιων ποταμιών μες στη βάρκα του Χάροντα.
Βάρκες, παρασυρμένες σίγουρα από εσωτερικά ρεύματα προς κάποια καταβόθρα, δεν επέστρεψαν ποτέ από αυτή τη μαύρη αποστολή, που σήμερα είναι απαγορευμένη και που δε θα είχα εξάλλου την παραμικρή επιθυμία να επιχειρήσώ, ακόμα και αν επιτρεπόταν.
Ο Ιππόδρομος κατά τον Θεόφιλο Γκωτιέ
Ο Θεόφιλος Γκωτιέ επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 1852, εδώ περιγράφει τον ιππόδρομο At meydan:
"Το Ατμεϊντάν, που εκτείνεται πίσω από τα τείχη του σεραγιού, είναι ο αρχαίος
Ιππόδρομος. Η τουρκική λέξη έχει ακριβώς την ίδια σημασία με την ελληνική, και σημαίνει:
αρένα αλόγων. Είναι μια αχανής πλατεία, πλαισιωμένη από τη μια πλευρά από το εξωτερικό
τείχος του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ, με τα δικτυωτά ανοίγματά του, και από τις άλλες
πλευρές από ερείπια ή ασυνάρτητα κτίσματα∙ μες στο κέντρο της πλατείας ορθώνονται ο
οβελίσκος του Θεοδοσίου, η στήλη των όφεων και ο κτιστός οβελίσκος, πενιχρά απομεινάρια
της μεγαλοπρέπειας που ακτινοβολούσε άλλοτε τούτος ο λαμπρός περίβολος. Τα ερείπια αυτά
είναι σχεδόν ό,τι έχει απομείνει όρθιο από τα αριστουργήματα του αρχαίου Βυζαντίου. Ο
Αυγουστεών, το Σίγμα, το Οκτάγωνο, τα Λουτρά του Ζευξίππου, του Αχιλλέα, του Ονώριου, το χρυσό Μίλλιο, τα Προπύλαια της Αγοράς, είναι όλα θαμμένα κάτω από το μανδύα της σκόνης και της λήθης με τον οποίο τυλίγονται οι νεκρές πόλεις. Το έργο του χρόνου επισπεύστηκε από τις λεηλασίες των βαρβάρων, των Λατίνων, των Γάλλων, των Τούρκων, ακόμα και των Ελλήνων.
Μες στον Ιππόδρομο, όπως σ' ένα υπαίθριο μουσείο, ήταν συγκεντρωμένα τα λείψανα της
αρχαιότητας. Ένα πλήθος αγαλμάτων αρκετά μεγάλο για να γεμίσει μια πόλη ορθωνόταν πάνω στα στηθαία και τα βάθρα. Μόνο μάρμαρο και μπρούντζος. Τα άλογα του Λυσίππου, τα
αγάλματα του αυτοκράτορα Αυγούστου και άλλων αυτοκρατόρων, η Άρτεμη, η Ήρα, η
Παλλάδα, η Ελένη, ο Πάρις, ο Ηρακλής, το απόλυτο κάλλος, η θεϊκή ομορφιά, όλη η υψηλή
τέχνη της Ελλάδας και της Ρώμης, έμοιαζαν να έχουν αναζητήσει εδώ ένα τελευταίο
καταφύγιο. Τα άλογα από κορινθιακό μέταλλο, που απήγαγαν οι Βενετοί, αφηνιάζουν στην
πύλη του Αγίου Μάρκου∙ τα είδωλα των αρσενικών και θηλυκών θεών, λιωμένα από τους
βαρβάρους, έγιναν χάλκινα νομίσματα που σκόρπισαν δεξιά και αριστερά."
Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου είναι ο πιο καλοδιατηρημένος από τα τρία μνημεία που έμειναν
όρθια μες στον Ιππόδρομο. Είναι ένας μονόλιθος από ροδοκόκκινο γρανίτη του Ασουάν με σχεδόν εξήντα πόδια ύψος και έξι πόδια φάρδος, που λεπταίνει ψηλώνοντας και καταλήγει σε
μια μικρή πυραμίδα. Μια μόνο κάθετη γραμμή με ευδιάκριτα χαραγμένα ιερογλυφικά
αυλακώνει τις τέσσερις όψεις του. Καθώς δεν είμαι ο Σαμπολιόν, δε θα μπορέσω να σας πω τι σημαίνουν αυτά τα μυστηριώδη εμβλήματα ‐ αναμφίβολα μια αφιέρωση σε κάποιο φαραώ. Από πού προέρχεται ο τεράστιος αυτός μονόλιθος; Από την Ηλιούπολη, λένε οι ειδήμονες. Αλλά δε μοιάζει ν' ανάγεται στην απώτατη αρχαιότητα της αιγυπτιακής ιστορίας. Ίσως να είναι μόνο τριών χιλιάδων χρόνων, που σημαίνει ότι είναι πολύ νέος για οβελίσκος. Επίσης, ελάχιστες μόνο σταχτιές ανταύγειες μαυρίζουν το ροδοκόκκινο γρανίτη του.
Ο μονόλιθος δε στέκεται απευθείας πάνω στο βάθρο του, αλλά τον χωρίζουν από αυτό
τέσσερις μπρούντζινοι κύβοι. Το μαρμάρινο βάθρο είναι επενδυμένο με πρόστυπα ανάγλυφα,
μάλλον κακότεχνα και αρκετά φθαρμένα, που μόνο με δυσκολία αφήνουν να μαντέψεις ταθέματα που αναπαριστούν ‐ θρίαμβοι ή θεοποίηση του Θεοδοσίου και της οικογένειάς του. Οι
άκαμπτες στάσεις, το κακό σχέδιο και η απουσία έκφρασης στα πρόσωπα, ο συνωστισμός των
ηρώων χωρίς τάξη ή προοπτική, χαρακτηρίζουν μια εποχή παρακμής. Η ανάμνηση της
γειτονικής Ελλάδας έχει ήδη χαθεί μέσα σ' αυτά τα άμορφα προπλάσματα. Άλλα πρόστυπα ανάγλυφα μισοθαμμένα στο χώμα, γνωστά όμως από τις περιγραφές προγενέστερων συγγραφέων, αναπαριστούν τους χειρισμούς που έγιναν για την ανόρθωση του οβελίσκου. Τι πρωτότυπο! Συναφείς παραστάσεις είναι σκαλισμένες στο βάθρο του οβελίσκου του Λούξορ που ανήγειρε στην πλατεία Ομονοίας ο μηχανικός Λεμπά. Οι επιγραφές στα ελληνικά και τα λατινικά δηλώνουν ότι ο οβελίσκος που κείται στο χώμα ανεγέρθηκε μέσα σε τριάντα δύο μέρες από τον έπαρχο Πρόκλο, κατόπιν διαταγής του Θεοδοσίου, και εξυμνούν τις αρετές του
μεγαλόψυχου αυτοκράτορα. Ο αιγυπτιακός μονόλιθος και το βυζαντινό βάθρο του
εναρμονίζονται έντεχνα και φαντάζουν όμορφα∙ μόνο, οι γωνίες του οβελίσκου είναι τόσο
καλοδιατηρημένες που θαρρείς ότι πρόσφατα λαξεύτηκαν στο γρανίτη, ενώ το βάθρο, μόλις
δεκαπέντε αιώνων, είναι όλο ρημαγμένο.
Κοντά στον οβελίσκο ανεβαίνει στριφογυριστά η στήλη των όφεων φτιαγμένη από τρία
τυλιγμένα και πλεγμένα ερπετά, που ανεβαίνουν ελικοειδώς σαν τις ραβδώσεις μιας
σολομώντειας κολόνας. Τα τρία ασημένια κεφάλια των φιδιών που σχημάτιζαν το κιονόκρανο
έχουν χαθεί. Μια παράδοση λέει ότι ο Μεχμέτ Β', περνώντας έφιππος από τον Ιππόδρομο, τα
γκρέμισε μ' ένα χτύπημα του ρόπαλου ή του δαμασκηνού σπαθιού του, σε μια επίδειξη ισχύος
που συνηθίζουν οι σουλτάνοι∙ σύμφωνα με άλλους, έκοψε μονάχα ένα από τα τρία κεφάλια, το
δεύτερο και το τρίτο τα έσπασαν μόνο και μόνο για την αξία του χαλκού τους, πράγμα που δεν
προκαλεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς πόσο μόχθησαν οι Βάρβαροι για να βγάλουν τα
σιδερένια αγκιστρόκαρφα από τους μονόλιθους του Κολοσσαίου. Το να καταστρέφεις ένα
παλάτι για να πάρεις ένα καρφί είναι ίδιον του αγρίου.
Η κολόνα αυτή, που υψώνεται σχεδόν εννέα πόδια πάνω από τη γη, αλλά που η βάση της είναι
θαμμένη, δείχνει κάπως καχεκτική καταμεσής του αχανούς αυτού χώρου. Σύμφωνα με τους
αρχαιογνώστες, το σύμπλεγμα των φιδιών υποστήριζε, μες στο ναό των Δελφών, το χρυσό
τρίποδο που είχε αφιερώσει η Ελλάδα, σ' ένδειξη ευγνωμοσύνης, στο Φοίβο Απόλλωνα,
σωτήρα θεό, μετά τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών κατά του Ξέρξη. Ο Κωνσταντίνος, λένε,
μετέφερε τη στήλη των όφεων από τους Δελφούς στην καινούρια του πόλη. Σύμφωνα με μια
άλλη παράδοση, λιγότερο διαδεδομένη, αλλά πιο πιθανή κατά τη γνώμη μου, αν αναλογιστεί
κανείς την ελάχιστη καλλιτεχνική αξία του μνημείου, δεν είναι παρά ένα φυλαχτό που Digitized by 10uk1s
κατασκεύασε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς για να εξορκίσει τα ερπετά. Αφήνω τον αναγνώστη
ελεύθερο να διαλέξει ανάμεσα σ' αυτές τις δύο εκδοχές.
Όσο για τον κτιστό οβελίσκο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, που τον έβαζαν πλάι
στα επτά θαύματα του κόσμου, σε μια εποχή, πράγματι, που οι πιο υπέρμετρες υπερβολές δεν
κόστιζαν τίποτα, έχει απομείνει πια μονάχα ο πυρήνας του, ένας άμορφος σωρός από πέτρες,
θρυμματισμένες από τη βροχή, καταφαγωμένες από τον ήλιο, γεμάτες σκόνη και ιστούς
αράχνης, με ρωγμές και σκασίματα, ετοιμόρροπες, και χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία.
Ο σκελετός του μνημείου ήταν επενδυμένος άλλοτε με μεγάλες επίχρυσες χάλκινες πλάκες με
σφυρήλατο έκτυπο διάκοσμο και στολίδια, που, εξαιτίας του βάρους και της αξίας του
μετάλλου, πρέπει να ερέθιζαν την απληστία των λαφυραγωγών. Έτσι ο οβελίσκος του
Κωνσταντίνου δεν άργησε ν' απογυμνωθεί από το περίλαμπρο ένδυμά του και ν' απομείνει
μονάχα ένας μαυρισμένος ογκόλιθος ογδόντα πόδια ψηλός. Ο χρυσός οβελίσκος, που οι
ενθουσιώδεις της εποχής σύγκριναν με τον κολοσσό της Ρόδου, πρέπει πράγματι ν'
ακτινοβολούσε μεγαλόπρεπα κάτω από το γαλανό ουρανό της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα
στα περίλαμπρα μνημεία της αρχαίας τέχνης, πάνω από τις κιονοστοιχίες του Ιπποδρόμου, που
ήταν κατάμεστες από πολυτελώς ντυμένους θεατές. Αλλά για να τον φανταστεί κανείς, πρέπει
η σκέψη να κάνει μια πλήρη εργασία αναστήλωσης.
Άλλοτε οι Τούρκοι έκαναν ιππικούς αγώνες και ασκούνταν στον εξακοντισμό του τζιρίτ μέσα σ'
αυτό το στάδιο που ήταν ολοκληρωτικά διατεθειμένο στα ιππικά θεάματα. Η μεταρρύθμιση και
η εισαγωγή της ευρωπαϊκής τακτικής συντέλεσαν στην κατάργηση αυτού του παιχνιδιού, που
ταιριάζει καλύτερα στους ελεύθερους καβαλάρηδες της ερήμου και των στεπών της Ασίας
παρά στα συντάγματα του τακτικού ιππικού που εκπαιδεύτηκαν σύμφωνα με τις μεθόδους της
σχολής Σωμύρ.
Θεόφιλος Γκωτιέ: "Κωνσταντινούπολις" εκδ.Καστανιώτη,
"Το Ατμεϊντάν, που εκτείνεται πίσω από τα τείχη του σεραγιού, είναι ο αρχαίος
Ιππόδρομος. Η τουρκική λέξη έχει ακριβώς την ίδια σημασία με την ελληνική, και σημαίνει:
αρένα αλόγων. Είναι μια αχανής πλατεία, πλαισιωμένη από τη μια πλευρά από το εξωτερικό
τείχος του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ, με τα δικτυωτά ανοίγματά του, και από τις άλλες
πλευρές από ερείπια ή ασυνάρτητα κτίσματα∙ μες στο κέντρο της πλατείας ορθώνονται ο
οβελίσκος του Θεοδοσίου, η στήλη των όφεων και ο κτιστός οβελίσκος, πενιχρά απομεινάρια
της μεγαλοπρέπειας που ακτινοβολούσε άλλοτε τούτος ο λαμπρός περίβολος. Τα ερείπια αυτά
είναι σχεδόν ό,τι έχει απομείνει όρθιο από τα αριστουργήματα του αρχαίου Βυζαντίου. Ο
Αυγουστεών, το Σίγμα, το Οκτάγωνο, τα Λουτρά του Ζευξίππου, του Αχιλλέα, του Ονώριου, το χρυσό Μίλλιο, τα Προπύλαια της Αγοράς, είναι όλα θαμμένα κάτω από το μανδύα της σκόνης και της λήθης με τον οποίο τυλίγονται οι νεκρές πόλεις. Το έργο του χρόνου επισπεύστηκε από τις λεηλασίες των βαρβάρων, των Λατίνων, των Γάλλων, των Τούρκων, ακόμα και των Ελλήνων.
Μες στον Ιππόδρομο, όπως σ' ένα υπαίθριο μουσείο, ήταν συγκεντρωμένα τα λείψανα της
αρχαιότητας. Ένα πλήθος αγαλμάτων αρκετά μεγάλο για να γεμίσει μια πόλη ορθωνόταν πάνω στα στηθαία και τα βάθρα. Μόνο μάρμαρο και μπρούντζος. Τα άλογα του Λυσίππου, τα
αγάλματα του αυτοκράτορα Αυγούστου και άλλων αυτοκρατόρων, η Άρτεμη, η Ήρα, η
Παλλάδα, η Ελένη, ο Πάρις, ο Ηρακλής, το απόλυτο κάλλος, η θεϊκή ομορφιά, όλη η υψηλή
τέχνη της Ελλάδας και της Ρώμης, έμοιαζαν να έχουν αναζητήσει εδώ ένα τελευταίο
καταφύγιο. Τα άλογα από κορινθιακό μέταλλο, που απήγαγαν οι Βενετοί, αφηνιάζουν στην
πύλη του Αγίου Μάρκου∙ τα είδωλα των αρσενικών και θηλυκών θεών, λιωμένα από τους
βαρβάρους, έγιναν χάλκινα νομίσματα που σκόρπισαν δεξιά και αριστερά."
Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου είναι ο πιο καλοδιατηρημένος από τα τρία μνημεία που έμειναν
όρθια μες στον Ιππόδρομο. Είναι ένας μονόλιθος από ροδοκόκκινο γρανίτη του Ασουάν με σχεδόν εξήντα πόδια ύψος και έξι πόδια φάρδος, που λεπταίνει ψηλώνοντας και καταλήγει σε
μια μικρή πυραμίδα. Μια μόνο κάθετη γραμμή με ευδιάκριτα χαραγμένα ιερογλυφικά
αυλακώνει τις τέσσερις όψεις του. Καθώς δεν είμαι ο Σαμπολιόν, δε θα μπορέσω να σας πω τι σημαίνουν αυτά τα μυστηριώδη εμβλήματα ‐ αναμφίβολα μια αφιέρωση σε κάποιο φαραώ. Από πού προέρχεται ο τεράστιος αυτός μονόλιθος; Από την Ηλιούπολη, λένε οι ειδήμονες. Αλλά δε μοιάζει ν' ανάγεται στην απώτατη αρχαιότητα της αιγυπτιακής ιστορίας. Ίσως να είναι μόνο τριών χιλιάδων χρόνων, που σημαίνει ότι είναι πολύ νέος για οβελίσκος. Επίσης, ελάχιστες μόνο σταχτιές ανταύγειες μαυρίζουν το ροδοκόκκινο γρανίτη του.
Ο μονόλιθος δε στέκεται απευθείας πάνω στο βάθρο του, αλλά τον χωρίζουν από αυτό
τέσσερις μπρούντζινοι κύβοι. Το μαρμάρινο βάθρο είναι επενδυμένο με πρόστυπα ανάγλυφα,
μάλλον κακότεχνα και αρκετά φθαρμένα, που μόνο με δυσκολία αφήνουν να μαντέψεις ταθέματα που αναπαριστούν ‐ θρίαμβοι ή θεοποίηση του Θεοδοσίου και της οικογένειάς του. Οι
άκαμπτες στάσεις, το κακό σχέδιο και η απουσία έκφρασης στα πρόσωπα, ο συνωστισμός των
ηρώων χωρίς τάξη ή προοπτική, χαρακτηρίζουν μια εποχή παρακμής. Η ανάμνηση της
γειτονικής Ελλάδας έχει ήδη χαθεί μέσα σ' αυτά τα άμορφα προπλάσματα. Άλλα πρόστυπα ανάγλυφα μισοθαμμένα στο χώμα, γνωστά όμως από τις περιγραφές προγενέστερων συγγραφέων, αναπαριστούν τους χειρισμούς που έγιναν για την ανόρθωση του οβελίσκου. Τι πρωτότυπο! Συναφείς παραστάσεις είναι σκαλισμένες στο βάθρο του οβελίσκου του Λούξορ που ανήγειρε στην πλατεία Ομονοίας ο μηχανικός Λεμπά. Οι επιγραφές στα ελληνικά και τα λατινικά δηλώνουν ότι ο οβελίσκος που κείται στο χώμα ανεγέρθηκε μέσα σε τριάντα δύο μέρες από τον έπαρχο Πρόκλο, κατόπιν διαταγής του Θεοδοσίου, και εξυμνούν τις αρετές του
μεγαλόψυχου αυτοκράτορα. Ο αιγυπτιακός μονόλιθος και το βυζαντινό βάθρο του
εναρμονίζονται έντεχνα και φαντάζουν όμορφα∙ μόνο, οι γωνίες του οβελίσκου είναι τόσο
καλοδιατηρημένες που θαρρείς ότι πρόσφατα λαξεύτηκαν στο γρανίτη, ενώ το βάθρο, μόλις
δεκαπέντε αιώνων, είναι όλο ρημαγμένο.
Κοντά στον οβελίσκο ανεβαίνει στριφογυριστά η στήλη των όφεων φτιαγμένη από τρία
τυλιγμένα και πλεγμένα ερπετά, που ανεβαίνουν ελικοειδώς σαν τις ραβδώσεις μιας
σολομώντειας κολόνας. Τα τρία ασημένια κεφάλια των φιδιών που σχημάτιζαν το κιονόκρανο
έχουν χαθεί. Μια παράδοση λέει ότι ο Μεχμέτ Β', περνώντας έφιππος από τον Ιππόδρομο, τα
γκρέμισε μ' ένα χτύπημα του ρόπαλου ή του δαμασκηνού σπαθιού του, σε μια επίδειξη ισχύος
που συνηθίζουν οι σουλτάνοι∙ σύμφωνα με άλλους, έκοψε μονάχα ένα από τα τρία κεφάλια, το
δεύτερο και το τρίτο τα έσπασαν μόνο και μόνο για την αξία του χαλκού τους, πράγμα που δεν
προκαλεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς πόσο μόχθησαν οι Βάρβαροι για να βγάλουν τα
σιδερένια αγκιστρόκαρφα από τους μονόλιθους του Κολοσσαίου. Το να καταστρέφεις ένα
παλάτι για να πάρεις ένα καρφί είναι ίδιον του αγρίου.
Η κολόνα αυτή, που υψώνεται σχεδόν εννέα πόδια πάνω από τη γη, αλλά που η βάση της είναι
θαμμένη, δείχνει κάπως καχεκτική καταμεσής του αχανούς αυτού χώρου. Σύμφωνα με τους
αρχαιογνώστες, το σύμπλεγμα των φιδιών υποστήριζε, μες στο ναό των Δελφών, το χρυσό
τρίποδο που είχε αφιερώσει η Ελλάδα, σ' ένδειξη ευγνωμοσύνης, στο Φοίβο Απόλλωνα,
σωτήρα θεό, μετά τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών κατά του Ξέρξη. Ο Κωνσταντίνος, λένε,
μετέφερε τη στήλη των όφεων από τους Δελφούς στην καινούρια του πόλη. Σύμφωνα με μια
άλλη παράδοση, λιγότερο διαδεδομένη, αλλά πιο πιθανή κατά τη γνώμη μου, αν αναλογιστεί
κανείς την ελάχιστη καλλιτεχνική αξία του μνημείου, δεν είναι παρά ένα φυλαχτό που Digitized by 10uk1s
κατασκεύασε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς για να εξορκίσει τα ερπετά. Αφήνω τον αναγνώστη
ελεύθερο να διαλέξει ανάμεσα σ' αυτές τις δύο εκδοχές.
Όσο για τον κτιστό οβελίσκο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, που τον έβαζαν πλάι
στα επτά θαύματα του κόσμου, σε μια εποχή, πράγματι, που οι πιο υπέρμετρες υπερβολές δεν
κόστιζαν τίποτα, έχει απομείνει πια μονάχα ο πυρήνας του, ένας άμορφος σωρός από πέτρες,
θρυμματισμένες από τη βροχή, καταφαγωμένες από τον ήλιο, γεμάτες σκόνη και ιστούς
αράχνης, με ρωγμές και σκασίματα, ετοιμόρροπες, και χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία.
Ο σκελετός του μνημείου ήταν επενδυμένος άλλοτε με μεγάλες επίχρυσες χάλκινες πλάκες με
σφυρήλατο έκτυπο διάκοσμο και στολίδια, που, εξαιτίας του βάρους και της αξίας του
μετάλλου, πρέπει να ερέθιζαν την απληστία των λαφυραγωγών. Έτσι ο οβελίσκος του
Κωνσταντίνου δεν άργησε ν' απογυμνωθεί από το περίλαμπρο ένδυμά του και ν' απομείνει
μονάχα ένας μαυρισμένος ογκόλιθος ογδόντα πόδια ψηλός. Ο χρυσός οβελίσκος, που οι
ενθουσιώδεις της εποχής σύγκριναν με τον κολοσσό της Ρόδου, πρέπει πράγματι ν'
ακτινοβολούσε μεγαλόπρεπα κάτω από το γαλανό ουρανό της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα
στα περίλαμπρα μνημεία της αρχαίας τέχνης, πάνω από τις κιονοστοιχίες του Ιπποδρόμου, που
ήταν κατάμεστες από πολυτελώς ντυμένους θεατές. Αλλά για να τον φανταστεί κανείς, πρέπει
η σκέψη να κάνει μια πλήρη εργασία αναστήλωσης.
Άλλοτε οι Τούρκοι έκαναν ιππικούς αγώνες και ασκούνταν στον εξακοντισμό του τζιρίτ μέσα σ'
αυτό το στάδιο που ήταν ολοκληρωτικά διατεθειμένο στα ιππικά θεάματα. Η μεταρρύθμιση και
η εισαγωγή της ευρωπαϊκής τακτικής συντέλεσαν στην κατάργηση αυτού του παιχνιδιού, που
ταιριάζει καλύτερα στους ελεύθερους καβαλάρηδες της ερήμου και των στεπών της Ασίας
παρά στα συντάγματα του τακτικού ιππικού που εκπαιδεύτηκαν σύμφωνα με τις μεθόδους της
σχολής Σωμύρ.
Θεόφιλος Γκωτιέ: "Κωνσταντινούπολις" εκδ.Καστανιώτη,
Μετάφραση από τα γαλλικά: Έρση Μπομπολέση
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)