πυρπολημένα ερείπια, υπάρχει, στην πίσω πλευρά ενός λοφίσκου, σαν μαύρο στόμιο, η
είσοδος μιας στερεμένης βυζαντινής κινστέρνας. Κατεβαίνει κανείς εκεί από μια ξύλινη σκάλα.
Οι Τούρκοι την ονομάζουν Μπεν Μπιρ Ντερέκ ή οι Χίλιες και Μία Κολόνες, αν και στην πραγματικότητα έχει μονάχα διακόσιες είκοσι τέσσερις. Οι κολόνες αυτές, από λευκό μάρμαρο,
που καταλήγουν σε χοντροκομμένα κιονόκρανα ενός κακότεχνου κορινθιακού ρυθμού,
ανεπεξέργαστα ή φθαρμένα, υποστηρίζουν ημικυκλικές αψίδες και σχηματίζουν πολλές
κιονοστοιχίες. Έχουν, σε ύψος τριών ή τεσσάρων ποδιών, ως εκεί που ανέβαιναν τα νερά, ένα εξόγκωμα που τους χρησίμευε προφανώς για βάση όταν η δεξαμενή ήταν γεμάτη. Ο βυθός έχει
ανυψωθεί από τη σκόνη των αιώνων, τα ερείπια του θόλου και τα παντός είδους σκουπίδια∙γιατί η κινστέρνα πρέπει να ήταν άλλοτε πιο βαθιά. Πάνω στα κιονόκρανα διακρίνονται αμυδρά κάποια αινιγματικά σημεία, βυζαντινά ιερογλυφικά που η σημασία τους έχει χαθεί.
Ένα έψιλον και ένα φι, που επαναλαμβάνονται συχνά, μεταφράζονται με τούτες τις λέξεις:
«Εύγε, Φιλόξενε». Η κινστέρνα αυτή, στην πραγματικότητα, εξυπηρετούσε τους ξένους.
Χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο, το μονόγραμμα του οποίου είναι αποτυπωμένο πάνω στις μεγάλες ρωμαϊκές πλίνθους του θόλου και πάνω στους κορμούς πολλών κιόνων. Τώρα, Εβραίοι
και Αρμένιοι έχουν εγκαταστήσει εδώ μια βιοτεχνία μεταξιού.
Τα ροδάνια και οι ανέμες τρίζουν κάτω από τις αψίδες του Κωνσταντίνου, και ο θόρυβος των αργαλειών μιμείται το κελάρυσμα του στερεμένου νερού∙ μέσα σ' αυτό το υπόγειο, φωτισμένο
από ένα αμυδρό ημίφως που το μάχονται βαθιές σκιές, βασιλεύει μια παγερή δροσιά που σε
περονιάζει και ένιωσα έντονη ηδονή όταν ξανανέβηκα από τα βάθη αυτής της αβύσσου στο
χλιαρό φως του ήλιου, συμπονώντας με όλη μου την καρδιά τους άμοιρους εργάτες που
φτιάχνουν κάτω από τη γη έργα της υπομονής σαν τους νάνους και τους καλικάντζαρους.
Σε μικρή απόσταση από αυτή την κινστέρνα, πίσω από την Αγία Σοφία, υπάρχει μια άλλη που
ονομάζεται Γεριμπατάν Σεράι (το υπόγειο ανάκτορο). Αυτή δεν κρύβει μεταξοϋφαντουργεία όπως το Μπεν Μπιρ Ντερέκ. Από την είσοδο, υγρές και διαπεραστικές αναθυμιάσεις, φορτωμένες καταρροές, πνευμονίες και πλευρίτιδες, σε τυλίγουν σαν μουλιασμένο πανωφόρι∙
ένα μαύρο νερό με λίγες ξεφτισμένες πούλιες και λίγους μολυβένιους υδατοστρόβιλους λούζει
τις χορταριασμένες κολόνες και κατεβαίνει κάτω από τις σκιερές αψίδες σε βάθη που το μάτι δεν μπορεί να υπολογίσει, και οι αχτίδες των δαδιών δε φτάνουν.
Τίποτα δεν είναι πιο ζοφερό και πιο τρομαχτικό∙ οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι τα τζίνια, οι βρικόλακες και οι αφρίτες κάνουν σατανιστικές τελετές μες στο πένθιμο παλάτι και ότι πάλλουν εκεί χαρμόσυνα τα νυχτεριδίσια φτερά τους τα μουλιασμένα από τα δάκρυα του θόλου. Άλλοτε διέσχιζαν με καράβι τούτη την υπόγεια θάλασσα, ένα ταξίδι που πρέπει να έμοιαζε με το διάπλου των υποχθόνιων ποταμιών μες στη βάρκα του Χάροντα.
Βάρκες, παρασυρμένες σίγουρα από εσωτερικά ρεύματα προς κάποια καταβόθρα, δεν επέστρεψαν ποτέ από αυτή τη μαύρη αποστολή, που σήμερα είναι απαγορευμένη και που δε θα είχα εξάλλου την παραμικρή επιθυμία να επιχειρήσώ, ακόμα και αν επιτρεπόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου