του Σάββα Ε. Τσιλένη,
Δρ.
αρχιτέκτονα-πολεοδόμου ΕΙΕ
τον ξεχωρίσει από τον (22) Μπουγιούκ (μεγάλος) Γιάννη
κάλφα, λεγόμενου και Μισιρλή (Αιγύπτιου) διότι είχε εργασθεί στις
οικοδομές του Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου. O
πατέρας του Μ. Ι. Γεδεών, έκτισε
το μεγάλο Τελωνείο, που ήταν στην παραλία του Εμίνονου, την αλληλοδιδακτική σχολή του Μουχλίου και το
1860 το μικρό παλάτι του πρίγκηπα Αχμέτ Κεμαλετίν,[1]
τέταρτου γιου του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ, στην Τσάμλιτζα της ασιατικής
πλευράς. Άρχισε μάλιστα εργασίες με τους Οθωμανούς από τα κτήματα του «καλού καγαθού Ρεούφ πασά,
πρωθυπουργού το τρίτον (1840-1846)» (Γεδεών, 1935, 76).[2]
Συγχρόνως με τους ανωτέρω ενεφανίσθη στην αγορά και ο (23) Ντελή (τρελός) Δημήτρης, ο οποίος ήταν πατέρας του
Πέτρου Μεϊμαρίδη και ανέλαβε πολλές οικοδομές -επικερδέστατες- του Αιγύπτιου Μουσταφά Φαζίλ πασά.[3]
Για να ολοκληρώσουμε με τα ονόματα που δημοσιεύονται αυτή την περίοδο θα
πρέπει να αναφέρουμε τα περισσότερο γνωστά, όπως του Πετράκη κάλφα Αδαμαντίδη
(πατέρα του Βίκτορα Αδαμαντίδη), που συνεργάζεται με τον Ιωαννίδη στην ανέγερση
του νότιου τμήματος της Θεολογικής Σχολής,[4] του
Πέτρου
[1] Ο εκ
των διαδόχων του Αμπντούλ Μετζίτ, Αχμέτ Κεμαλεντίν εφένδη (1848-1905) / Ahmed Kemaleddin efendi ήταν
το ενδέκατο τέκνο του σουλτάνου, από την τέταρτη συζυγό του και αναφέρεται ως
τέκτων στην ελληνοθωμανική στοά με την επωνυμία «Πρόοδος», την οποία ίδρυσε η
Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας. Ο σεβάσμιος διδάσκαλος Κλεάνθης Σκαλιέρης κατάφερε
να εντάξει σε αυτήν τα εκλεκτότερα στοιχεία από όλα τα μιλέτ της Πόλης και
κυρίως τριών αυτοκρατορικών πριγκήπων, του Νουρεντίν, του Κεμαλεντίν και του
Μουράτ, ο οποίος θα γινόταν σουλτάνος για τρεις μόνο μήνες το καλοκαίρι του
1876 (Σταματόπουλος, 1994, 7 & 15 και Σβολόπουλος, 1994, 28 & 30).
[2] Ο Μεχμέτ Εμίν Ραούφ πασάς / Mehmed Emin Rauf paşa (1780-1860)
υπηρέτησε σε διάφορα κρατικά αξιώματα. Για πρώτη φορά ανέλαβε μέγας βεζίρης,
στη θέση του Χουρσίτ Αχμέτ πασά, το 1815 (μέχρι το 1818). Υπήρξε ο τελευταίος σαντραζάμης την περίοδο
της βασιλείας του Μαχμούτ Β΄ διότι ενώ υπηρετούσε για δεύτερη φορά (1833-1839),
το Μάρτιο του 1838, μετατρέπεται ο θεσμός του βεζίρη σε επικεφαλής των ναζίριδων (υπουργών) λαμβάνοντας τον τίτλο
του Μπασβεκίλ / Başvekil ή Μπασναζίρ / Başnazır, όπου για πρώτη φορά ξεκινά μια περίοδος συλλογικής
διακυβέρνησης του οθωμανικού κράτους. Μέχρι τότε ο σαντραζάμης ήταν ο «απόλυτος
αντιπρόσωπος (vekil-i
mutlak)», του σουλτάνου (Mardin, 1998, 174-5). Ως
«πρωθυπουργός» ορίζεται άλλες τρεις φορές από το σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ
(8.6.1840-4.12.1842, 30.8.1842-28.9.1846 και 26.1-5.3.1852) ουσιαστικά
διοικώντας τη χώρα περίπου για 10 χρόνια. Ο θάνατος του Μαχμούτ βρήκε το
διάδοχό του σε ηλικία 16 ετών. Θεωρείται αντίπαλος του Μουσταφά Ρεσίτ πασά, ο
οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας του μεταρρυθμιστικού προγράμματος των Τανζιμάτ, εξού
αρχικά ο Ρεσίτ επωφελείται και διοικεί πίσω από την πλάτη του ενώ αργότερα τον
ανατρέπει δύο φορές, το 1846 και το 1852, για ν’ αναλάβει τη θέση του. Βλ. http://www.tarihogretmeni.net/index.php.
[3] Ο
Μουσταφά Φαζίλ πασάς, ο επωνομαζόμενος Αιγύπτιος (1829 Κάιρο-1875 ΚΠ) / Mustafa Fazıl Paşa, Mısırlı, ήταν
αδελφός του χεδίφη Ισμαήλ πασά. Εργάσθηκε σε διάφορες θέσεις της Υψηλής Πύλης,
υπήρξε μέλος της Βουλής των Τανζιμάτ, το 1857, και διετέλεσε ως υπουργός στα
Υπουργεία Παιδείας και Οικονομικών, το 1862. Όταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ υπό
την πίεση του αδελφού του μετέτρεψε την κληρονομική διαδοχή του κυβερνήτη της
Αιγύπτου και έχασε το δικαίωμα να γίνει χεβίδης δυσαρεστήθηκε και
αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Εκεί ανέπτυξε αντιμοναρχική δράση βοηθώντας
οικονομικά τους Νεοοθωμανούς, αλλά κατά το ταξίδι του σουλτάνου στη Γαλλία
αιτήθηκε συγγνώμης και κατόπιν της αθώωσής του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη
(1867), λαμβάνοντας διάφορες θέσεις στα υπουργεία Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
Φημιζόταν για τα πλούτη, τη γενναιοδωρία και την καλλιέργειά του, βλ. το
ομώνυμο ανώνυμο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Μεϋδάν Λαρούς / Meydan Larousse Ansiklopedisi, τόμ. 4ος, σ. 553.
[4] ΕΑ, «Θεολογική Σχολή Χάλκης», τόμ. 16ος,
έτ. ΙΒ΄(1892), τ. 19, 146. Ο
Πέτρος Αδαμαντίδης είχε και κοινωνικό έργο, διορίζεται από το ΔΕΜ Συμβούλιο ως
μέλος της εξαμελούς επιτροπής στο Ορτάκιοϊ, τόμ. 13ος, έτ. Θ΄ (1889), τ. 16, 121 και το 1893 παραιτείται από την εφορεία
των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων (Νοσοκομείο Μπαλουκλί) και στη θέση
εξελέγεται ο Κ. Καραθεοδωρή, μηχανικός, βλ. ΕΑ,
τόμ. 17ος, έτ. ΙΓ΄ (1893),
τ. 26, 201.
Μεϊμαρίδη, που κτίζει το ναό της Ευαγγελιστρίας[1] στους
πρόποδες των Ταταούλων, του οποίου το σχέδιο
ανάγεται προ εικοσαετίας από την ημερομηνία των εγκαινίων και «ενεκρίθη δια την
κανονικότητα του διαγράμματος και δια τον εν τη προσόψει καταφαινόμενον
καθαρεύοντα βυζαντινόν ρυθμόν». Την ίδια περίοδο σε μια από τις
πολυπληθέστερες ενορίες της Πόλης, στο Κοντοσκάλι, ανεγείρονται ταυτόχρονα δύο
εκκλησίες που είχαν καεί από τη φωτιά του 1864, η Παναγία Ελπίδα, που λέγεται
ότι την κτίζει ο προπάππους μου Βασίλης κάλφας Τσιλένης (Καλαϊτζής, 2004,
28) και ο Περικλής Φωτιάδης, που
σχεδιάζει, συν τοις άλλοις, την Αγία Κυριακή, το Ζωγράφειο Γυμνάσιο, τη νέα Θεολογική Σχολή αλλά και πολλά κτήρια
των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων (Τσιλένης, 1999, 200-19)
Το πρόβλημα της γενικής εκπαίδευσης αλλά και
του κλήρου απασχολεί κατά μεγάλο βαθμό το Πατριαρχείο και η προστασία της
ελληνοφωνίας είναι από τα πρώτιστα μελήματα
των ιθυνόντων. Το περιοδικό διασώζει αιτιολογική έκθεση κανονισμού[2] της
Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής που «καθορίζει τα καθήκοντα του ενοριακού κλήρου και την
ταξιθέτηση των ενοριών, την ελάττωση των ευκτηρίων οίκων και την θέσπιση της διαίρεσης των ενοριών της
Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως»
και συνεχίζει «η
ελάττωσις των ευκτηρίων υπαγορεύθει εκ της σκέψεως ότι σπουδαία χρηματικά ποσά
δαπανώνται εις μάτην προς συντήρησιν ευκτηρίων, ων η διαρκής λειτουργία δεν
είνε απαραίτητος ως εκ της γειτνιάσεως αυτών προς αλλήλα. Ενορίαι έχουσαι
αραίον πληθυσμόν προς εκκλησιασμόν του οποίου αρκεί είς ευαγής οίκος, κέκτηνται
δύο και τρεις ναούς, ων η συντήρησις ανέφικτος εστίν.» Το πνεύμα ήταν και η συνένωση των ταμείων
μιας ενορίας για την εξοικονόμηση πόρων. Ως παράδειγμα εφαρμογής εμφανιζόταν η συνοικία Ψωμαθειών, η οποία είχε, και έχει, πέντε ναούς και
στη συνέχεια προβαίνει στη συγχώνευση των ταμείων τους.
Η σύγκρουση που παρατηρείται στην κατεύθυνση που θα έχουν τα
εκπαιδευτικά προγράμματα αντικατοπτρίζεται στον αριθμό των τάξεων αλλά και στη
μορφή των κτηρίων. Είναι χαρακτηριστικές οι λογοδοσίες που γίνονται συστηματικά
κάθε τέλος του σχολικού έτους από όλους τους διευθυντές των γυμνασίων κατόπιν
τελετής και δημοσιεύονται συστηματικά
στο περιοδικό. Από αυτά τα κείμενα προκύπτουν και οι αυξομειώσεις του αριθμού
των μαθητών, της Μεγάλης του Γένους Σχολής συστηματικότερα, καθώς και ο τόπος
καταγωγής τους. Με ανώνυμα δημοσιεύματα στιγματίζεται η φοίτηση των μαθητών σε
ξένα σχολεία και προτρέπεται η αλλαγή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε
πρακτικότερη βάση και με έμφαση στα γαλλικά που είναι η γλώσσα του εμπορίου και
της επιστήμης. Ο αρχιμανδρίτης Μιχαήλ
Κλεόβουλος για να υπερασπισθεί τη Σχολή λέει, ότι λόγω οικονομικής
καχεξίας δε διδάσκεται πολλές ώρες η ξένη
γλώσσα και παρέχεται καθολική εκπαίδευση για να βοηθήσει τους μαθητές να
σπουδάσουν οποιαδήποτε επιστήμη, κάνοντας μνεία στη γερμανική εκπαιδευτική
πολιτική. Θεωρεί αναγκαία την ίδρυση ειδικών
λυκείων και εύχεται η «Μήτηρ Εκκλησία» να παρέχει σύντομα το μέσο της πρακτικής παιδείας. Αυτά
γράφονται το 1891 (Κλεόβουλος, 1891, 127-8), τη στιγμή που ήδη ανεγείρεται το
Ζωγράφειο και στο Ζάππειο προετοιμάζονται με
επιπρόσθετη διδασκαλία δασκάλες και νηπιαγωγοί για όλα τα σχολεία της
Αυτοκρατορίας. Το πρώτο, βάσει της δωρεάς του ευεργέτου, θα έπρεπε να
[1] ΕΑ, Ενορίτης, «Ναός της Ευαγγελιστρίας
εν Ταταούλοις», τόμ. 15ος, έτ. ΙΑ΄
(1891), τ. 40, 314-7, ο θεμέλιος λίθος μπήκε το 1872 και ολοκληρώθηκε
μετά από 20 έτη.
[2] ΕΑ, «Ειδήσεις», τόμ. 1ος,
έτ. Α΄ (1880), τ. ιβ΄, 194-6.
λειτουργήσει σε πρακτικότερη βάση από τα μέχρι
τότε κλασικά Γυμνάσια, συμμορφούμενο με τις εκάστοτε ανάγκες του «ημετέρου
Έθνους»[1].
Η παιδαγωγική αρθρογραφία περιστρέφεται γύρω
από τον ηθικό σκοπό της εκπαίδευσης και την ανάγκη διαφύλαξης της
θρησκευτικότητας. Η αναβίωση του Βυζαντίου
ήταν το ζητούμενο για το πνεύμα του οικουμενισμού της εποχής. Ο
Ιωακείμ Γ΄ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα ζητήματα της ορθοδοξίας με την προάσπιση
των προνομίων, της εκκλησιαστικής
παράδοσης αλλά και της καταδίκης του «φυλετισμού».
Στα πλαίσια
αυτά προβάλλεται από το περιοδικό η χριστιανική αρχαιολογία και η βυζαντινή
αρχιτεκτονική μέσα από μία σειρά δέκα τεσσάρων άρθρων του Α. Ε. Κοπάση (1898-9)
και της εργασίας του Περικλή Κούπα[2] για
το «ναό της Θεοτόκου εν τω Σίγματι»[3]. Κατά
τον ιστορικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής Αλέξαντρ Μίλλινγκεν, o ομογενής
αρχιτέκτονας ανακάλυψε ότι το Καχριγίε τζαμί ήταν η εξαφανισμένη μέχρι το 1860 Μονή της Χώρας[4].
[1]
«Ιδρυτική πράξη της δημιουργίας της Σχολής, όπως εμφανίζεται στον Κώδικα του
Ζωγραφείου», του πατριάρχου Νεοφύτου και των μελών της Ιεράς Συνόδου, της
15.5.1892 με αρ. πρωτ. 2272, Επτάλοφος-
Ενθετο, 1993, 9 & 12.
[2] Στο
ειδησάριο αυτό καταγράφεται για πρώτη φορά το όνομα αυτού του αρχιτέκτονα [ΕΑ, τόμ. 12ος, έτ. Η΄(1888), τ. 39,
310], ο οποίος βρίσκεται καταγεγραμμένος στο Αnnuaire Οriental, το
έτος 1889 και ήταν μέλος του ΕΦΣΚ κατά τα έτη 1887-1889. Tο επόμενο έτος στις αρχαιρεσίες του
ΕΦΣΚ εκλέγεται επιμελητής της αρχαιολογικής συλλoγής [ΕΑ, τόμ. 13ος, έτ. Θ΄(1889), τ. 27, 210]. Πολύ γρήγορα, στις 20.6.1890, διαβάζουμε το
αγγελτήριο θανάτου του. Εκεί μαθαίνουμε ότι η οικογένεια του κατάγονταν από την
Κεφαλονία, αλλά αυτός είχε γεννηθεί στην Πόλη και σπούδασε στην Εμπορική Σχολή
της Χάλκης από την οποία απεφοίτησε το 1860 (δηλ. γεννήθηκε το 1842 περίπου)
και μετέβη στο Παρίσι για σπουδές αρχιτεκτονικής. «Έτρεφε φίλτρο (αγάπης) προς τις αρχαιότητες και από τίνος ησχολείτο
στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης» [EA, τόμ. 14ος,
έτ. Ι΄(1890), τ. 25, 195].
[3]
Πρόκειται για την μοναδική φορά στους τόμους του περιοδικού ΕΑ, όπου υπάρχει δημοσίευση σχεδίου
κάτοψης και όψης ενός πεσσού με ένα κιονόκρανο με την εξής λεζάντα: «Λείψανα
του Ναού της Θεοτόκου του Σίγματος» (Κούππας, 1889, 136α).
[4] “The mosque disappeared from general view until 1860, when it was discovered by a Greek architect, the late Pelopidas D. Kouppas. Mr. Carlton
Cumberbach, then the British Consul of Constantinople, was informed of the fact
and spread the news of the fortunate found” (Van Μillingen, 1974, 304).
[5] Το
όνομα Σταύρος Χρηστίδης είναι καταγεγραμμένο στον οδηγό Annouaire Oriental μεταξύ
των ετών 1904-1921 και εμφανίζεται ως μέλος του ΕΦΣΚ το έτος 1903. Το έργο του
Σ. Χρηστίδη αναφέρεται και στον τύπο της εποχής, συγκεκριμένα στην εφ. Ταχυδρόμος, της 30.10/12.11.1901 όπου
δημοσιεύεται ένα άρθρο «περί των επισκευών
των Πατριαρχείων», που το αναδημοσιεύει η ΕΑ, τόμ. 25ος, έτ. ΚΑ΄, τ. 44(2.11.1901), σ. 437-439 και γράφει, «Ταυτά εγένοντο μέχρι τούδε μετά οικονομίας περί
την δαπάνην όλως εκτάκτως, οφειλομένης εις την ζηλωτήν επιμέλειαν και φροντίδα
του αρχιτέκτονος των Πατριαρχείων κ. Χρηστίδου, όστις μέρος μόνον διαθέσας εκ
του συναχθέντος εράνου των χιλίων εκατόν πεντήκοντα μέχρι τούδε λιρών, ηδυνήθη
και τα ειρημένα έργα να εκτελέση και το εσωτερικόν του πατριαρχικού ναού ν’
ανακαινήση, επισκευάσας τας βαφάς κλπ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου