του Σάββα Ε. Τσιλένη,
Δρ.
αρχιτέκτονα-πολεοδόμου ΕΙΕ
Ο ημερήσιος και περιοδικός ελληνικός τύπος στην Πόλη στο
δεύτερο ήμισυ του 19ου και τα πρώτα χρόνια του 20oυ αιώνα, ως το κίνημα των Νεότουρκων,
χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα εντύπων σε αριθμό, σε εμφάνιση, σε
περιοδικότητα, αλλά και σε γλώσσα έκδοσης. Δεν ήταν τυχαία η έκδοση πέντε
καραμανλήδικων εντύπων που γράφονται με ελληνικά στοιχεία στην οθωμανική γλώσσα
και αλλά δύο που είναι στοιχειοθετημένα
εκτός της ελληνικής και τουρκικής σε αρμενική και γαλλική γλώσσα. Ο Οθωμανικός Μηνύτωρ, που κυκλοφορούσε στα ελληνικά ήταν επίσημη εφημερίδα του
οθωμανικού κράτους και επιβαλλόταν να αγοράζεται από τις μητροπόλεις και
επισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ίσως και από τα αλλά Πατριαρχεία από
την κυβέρνηση (Γεδεών, 1932, 49-50). Μια επιπρόσθετη ελληνική πηγή είναι το
περιοδικό του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (ΕΦΣΚ), το οποίο
αναγράφει τα μέλη του σε κάθε τόμο.
O ΕΦΣΚ
ήταν ο βασικότερος σύλλογος με στόχο την προαγωγή των γραμμάτων, των
τεχνών, των επιστημών και της ελληνικής
παιδείας γενικότερα, υπήρξε δε πρότυπο
σ’ ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή. Ιδρύθηκε το 1861, με πρωτοβουλία διακεκριμένων
Ελλήνων της Πόλης, αλλά σύντομα συμπεριέλαβε στους κόλπους του επιστήμονες και
καλλιτέχνες από όλες τις εθνικότητες που ζούσαν σ’ αυτήν. Το κύρος του
οφειλόταν στις συζητήσεις επιστημονικών
αυστηρά μελετών, στη διεξαγωγή δημόσιων μαθημάτων, στην προκήρυξη φιλολογικών
διαγωνισμών και τέλος στην έκδοση ενός πολυσέλιδου περιοδικού που δεν άργησε να
αναγνωρισθεί από διακεκριμένους ελληνιστές. Έτσι, κατά τη διάρκεια των
εξήντα περίπου ετών δραστηριότητάς του, εκδίδει τριάντα τρεις τόμους συνολικά
και είκοσι ένα τόμους παραρτήματα, που παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για το
επίπεδο και τους προβληματισμούς όχι μόνο της ελληνικής κοινότητας της Πόλης,
από το 1863 έως το 1912, αλλά όλης της επιστημονικής και οικονομικής της ελίτ.[1] Η
σπανιότητα των ολοκληρωμένων σειρών, το είδος αλλά και ο όγκος του
δημοσιευμένου υλικού σε συνδυασμό με την απώλεια του αρχείου του ΕΦΣΚ,
προσδιορίζουν το περιοδικό ως μια πρωτογενή πηγή της δράσης του εγγράμματου ελληνισμού στην εξεταζόμενη ιστορική
περίοδο.
Οι κατάλογοι των μελών του ΕΦΣΚ όπου εμφανίζονται και οι «αρχιτέκτονες»,
παρουσιάζονται στο τεύχος ΙΙ της διατριβής του Γ. Γιαννακόπουλου (1998). Εδώ
σημειώνεται από το μελετητή, ότι τα
στοιχεία και ιδιαίτερα τα σχετικά με το χρόνο εκλογής ή αποχώρησης από το Σύλλογο,
δεν είναι πάντα ακριβή. Είχαμε την
ευκαιρία να μελετήσουμε τον 19o τόμο, «Πεπραγμένα των ετών 1902 - 1905», και
[1] Τα περιεχόμενα
των τόμων ορίζονται σε τρία τμήματα. Το πρώτο περιλαμβάνει τους καταλόγους των
μελών (τακτικών, επίτιμων και αντεπιστέλλοντων), τους κοσμήτορες και τα μέλη
των τακτικών επιτροπών για το συγκεκριμένο έτος με τα επαγγέλματά τους. Το
δεύτερο περιέχει αναγνώσματα, τις επιστημονικές δηλαδή ανακοινώσεις των μελών
και το τρίτο μέρος περιλαμβάνει τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συλλόγου, που
είναι καταχωρημένα κατά χρονολογική σειρά.
Τα πρακτικά, εξαιρετικά λεπτομερή στην αρχή, γίνονται περιληπτικότερα με
την πάροδο του χρόνου, και συχνά παρουσιάζονται οι ετήσιοι απολογισμοί των
επιτρόπων και κοσμητόρων που είχαν την ευθύνη του συγκεκριμένου τομέα.
παρατηρήθηκε ότι στον κατάλογο δε συμπεριλαμβάνονται τα
ονόματα αρχιτεκτόνων, που έγιναν δεκτοί ως μέλη στις συνεδρίες των ετών 1903 και
1904. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι ποτέ δε δραστηριοποιήθηκαν ουσιαστικά και
το ενδιαφέρον τους εξαντλείτο στην αίγλη που τους προσέδιδε η συμμετοχή σε αυτό
το επιστημονικά άρτιο αλλά και κοινωνικά
καταξιωμένο σύνολο. Επίσης
ξένοι αρχιτέκτονες κυρίως ιταλικής καταγωγής
αλλά και κάποιοι τούρκοι φημισμένοι αρχιτέκτονες της εποχής
παρουσιάζονται να εγγράφονται ως μέλη του ΕΦΣΚ το 1903, όπως οι [τα ονόματα αναγράφονται όπως βρέθηκαν]:
Αl. Vallaury, G. Mongeri, Ant. Tedeschi, Pierre Bello, Edouardo de Nari, Hikmet Mehmet Bey, I. Aznavour, I.
Emine, Leon Gurekian, G. Nafilian, I. Nahoum, Y. Pekmezian, Th. Kouyand, G.
Semprini, G. Tedeschi, A. Tahtadjian, L. Valeri, H. Libey, Vedat (Tek) Bey και το έτος 1904 oι Raymondo d’Aronco,
που ήταν ο αρχι-αρχιτέκτονας της Αυλής, Antoine Ratifuski, Friederich de
Ritter, St. Fassanoti, A. Destuniano και τέλος ο (Mimar) Kemalletin Bey που
θεωρείται ο πατέρας της νεότερης τουρκικής αρχιτεκτονικής (Τσιλένης, 2000,
171).
Η ναυαρχίδα του στόλου των μέσων επικοινωνίας ήταν ο Νεολόγος (1867-1897 Α΄ περίοδος) του
Σταύρου Βουτυρά,[1] αλλά εξίσου σημαντικές
ήταν ο Ανατολικός Αστήρ (1861-1891)
του Βασιλείου Καλλιφρόνος, η Κωνσταντινούπολις
(1873-1880) των Δημητρίου και Αθανασίου Νικολαΐδη, η Βυζαντίς (1856-1904) του Δημητρίου Ξένη, για να αναφέρουμε τις μακροβιότερες κ. ά. Η ιδιομορφία της εποχής ήταν η συχνή
αλλαγή του τίτλου της εφημερίδας λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας της από το
αυταρχικό καθεστώς λογοκρισίας της εποχής του Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, π.χ. η Κωνσταντινούπολις αντικατέστησε το
περιοδικό Επτάλοφος, από το 1873 ως
το 1880 μετονομάστηκε σε Θράκη και
από τον Ιούλιο του 1880 ως τον Ιούλιο του 1884 ονομαζόταν Αυγή (Ταρίνας, 2007, 82). Αυτό
που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή ήταν τα πολιτικά γεγονότα και η διύλιση τους
μέσα από την οπτική της εκκλησίας και των
Νεοφαναριωτών[2] των
οποίων οι οικογένειες και οι επαγγελματικές σχέσεις σχημάτιζαν δίκτυα που
διαμόρφωσαν την αστική τάξη της πόλης. Το βουλγαρικό ζήτημα δημιουργεί τριβές
καθορίζοντας την πορεία του τύπου, όπως και η εφαρμογή των Γενικών Κανονισμών
νωρίτερα και το θέμα των προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου αργότερα. Γενικότερα
ο πολίτικος ελληνόφωνος τύπος ήταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων και του
εκπολιτιστικού ρόλου του ελληνισμού στην περιοχή αυτή της Ανατολής.
Το περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια
(ΕΑ) ή απλά Αλήθεια, όπως ήταν ο τίτλος του το πρώτο έτος έκδοσης, ήταν το
επίσημο όργανο του Οικουμενικού
[1] O Σταύρος Βουτυράς (1841
ΚΠ/Τσενγκέλκιοϊ-1923 Αθήνα/Φάληρο), ήταν δημοσιογράφος και ιστορικός, εκδότης
της εφημερίδας Νεολόγος και του
περιοδικού Σαββατιαία Επιθεώρησις,
και του εννιεάτομου Λεξικού Ιστορίας και Γεωγραφίας,
ένας εκ των ιδρυτών του ΕΦΣΚ, του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου και
Μικρασιατικής Αδελφότητας προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων. Θεωρείται
ένθερμος υποστηρικτής των ελληνικών συμφερόντων, καθοριστικός παράγοντας στο
βουλγαρικό ζήτημα και συντάκτης υπομνήματος των Συλλόγων Κωνσταντινουπόλεως
προς το Συνέδριο του Βερολίνου. Απελάθηκε από τις οθωμανικές αρχές το 1897 πριν
τον πόλεμο, αλλά επέστρεψε στην Πόλη την περίοδο 1908-1912, απ’ όπου εξορίσθηκε και πάλι στη Θεσσαλονίκη.
Επιστρέφει για τελευταία φορά μεταξύ 1918-1922 και επανεκδίδει με τις ονομασίες: Νεολόγος της Ανατολής, Καιροί και Αστραπή την αρχική του εφημερίδα. Κατατάσσεται μεταξύ των πρωτεργάτων
του αντιωακειμικού ρεύματος και
οπαδός της καθαρεύουσας στο γλωσσικό
ζήτημα (Φωτιάδης, χ.χ., Ζ΄/ 729, Ταρίνας,
2007, 98-103 & Θεοδοσοπούλου, 2004).
[2] Ως
Νεοφαναριώτες θεωρούνται τα ορθόδοξα μέλη της οθωμανικής γραφειοκρατίας που
επωφελήθηκαν από την συμμετοχή των μη μουσουλμάνων στην εξουσία και είχαν
ενστερνιστεί την ιδεολογία του οθωμανισμού μετά το Τανζιμάτ (Χατ-ι Σερίφ, 1839)
καθώς και οι κεφαλαιούχοι, τραπεζίτες και έμποροι δανειστές του κράτους και της
αυλής, βλ. Κεχριώτης (2008), διαδύκτυο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου