Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Η Προβολή Των Ρωμιών Αρχιτεκτόνων στα Ελληνόφωνα έντυπα της Κωνσταντινούπολης (Τέλος 19ου - Αρχές 20ου Αιώνα) ΙΙΙ





του Σάββα Ε. Τσιλένη,
Δρ. αρχιτέκτονα-πολεοδόμου ΕΙΕ
 Πολλές φορές αδιαφορεί για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις στα γραφόμενά του, παραλείπει σκόπιμα υποσημειώσεις και παραπομπές στις πηγές του «προς απελπισμόν των Ελλήνων λογοκλοπών» όπως έλεγε (Καποδίστρια, 2007, 106). Άλλες φορές είχε διαμάχες με τους συγκαιρινούς του λόγιους, όπως ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, που στην ΕΑ, του ασκεί  πάλι κριτική για το εν λόγω άρθρο του. Πρόκειται για τον αναφερόμενο κατάλογο όταν του υπενθυμίζει ότι ο αρχαιότερος είναι του Τρύφωνος Καραβεϊνίκωφ, του 1593, και όφειλε να το γνωρίζει «διότι πολλάκις εξεδόθη διαφοροτρόπως (μέχρι τούδε πεντηκοντάκις)» (Παπαδόπουλος-Κεραμεύς , 1900, 521). Στη συνέχεια παραθέτει ένα νεότερο, του 1604, που συνέταξε ο Αντώνης Πατεράκης και βρισκόταν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, στο οποίο ανεβάζει κατά μια μονάδα τον αριθμό των καταγεγραμμένων  εκκλησιών μετά την άλωση, δηλαδή σε σαράντα επτά, σε σχέση με εκείνον του ρώσου περιηγητή.
Δεν είναι του παρόντος η παράθεση των στοιχείων για τους ναούς της Πόλης, αλλά μια σύντομη περιδιάβαση στο έργο του Γεδεών όσον αφορά τους αρχιτέκτονες που μνημονεύει, λόγω του προστάτη του πατέρα του, που ήταν ο «ανακτορικός αρχιτέκτων χατζή Νικολής ο Νικολαΐδης ή Νικηταΐδης ή Νικητάδης»[1]  και τη σύγκριση με ένα άλλο άτιτλο άρθρο στην ΕΑ. Το κείμενο αυτό είναι μετάφραση από τα τουρκικά ενός τμήματος συλλογικού τόμου που υπογράφεται από το Σταυράκη Αριστάρχη βέη[2] γερουσιαστή, και αναφέρεται στο ρόλο των «Γραικών υπηκόων», όπως ονομάζει τους ελληνορθόδοξους στην υπηρεσία του οθωμανικού κράτους.  Εξυμνώντας το σουλτάνο που διέδωσε  την παιδεία και επέτρεψε να εισαχθεί η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα κυβερνητικά σχολεία, όπως «το λύκειο  (το αυτοκρατορικό Γαλατάσαραϊ) και το της νομικής» τονίζει τη συμβολή τους  όχι μόνο στην προώθηση των διπλωματικών συμφερόντων της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην πρόοδο των επιστημών, κύρια της νομικής και ιατρικής καθώς και των τεχνών και των γλωσσών. 
Ο Αριστάρχης αναφέρεται στους εξής ένδεκα αρχιτέκτονες, που έκτισαν τα κάτωθι τεμένη και δημόσια έργα:
«(1) Χριστόδουλος,  το τέμενος Σουλτάν Μεχμέτ [Β΄]  (1471)
  (2) ο ανεψιός του ρηθέντος Χριστοδούλου,  το τέμενος Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ [3] (1498),


[1] Ο Γεδεών δηλώνει ότι «ο χατζή Νικολής ο Νικολαΐδης, ανακτορικός αρχιτέκτωνεγένετο προστάτης του πατρός μου, καθό συμπολίτης αυτού (εκ Λέρου) και συγγενής, δεύτερος εξάδελφος» (Μ.Ι.Γ. 1935, 75). Ο ίδιος, γράφει «ο χατζή Νικολής ο Νικηταΐδης, εκ Λέρου (Δωδεκανήσου) προστάτης, καθό συμπολίτης, του πατρός μου και συγγενής αυτού (εξαδέλφης υιός εξ οικογενείας Τράκα)» (Μ.Ι. Γεδεών, 1936, 428).  [Ο τονισμός των στοιχείων δικός του.] Μου φαίνεται περίεργο το διαφορετικό επίθετο στο διάστημα ενός έτους που μεσολαβεί μεταξύ των δύο εκδόσεων, καθότι σε ένα παλαιότερο του έργο (Μ.Ι. Γεδεών, 1904-5, 285), όταν αναφέρεται στον Άγιο Νικόλαο της Αγιάς (Τζιβαλίου) γράφει: «Η τελευταία εκ βάθρων ανέγερσις, ως οράται νυν, εγένετο τω 1837, επιστατούντος του αρχιτέκτονος Χατζή Νικολή Νικητάδου του εκ Λέρου». Σημειωτέον είναι, ότι η επιγραφή του Αγίου Γεωργίου του Κυπαρισσά στα Ψωμαθιά τον αναφέρει ως «Νικόλαον τέκτονα Νικητάδην» (Κaraca, 2008, 176). Πάντως πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο.

[2] Αποκαλείται και «Ο Μέγας Λογοθέτης», βλ. [Αριστάρχης, Σταυράκης],  ΕΑ, τόμ. 21ος, έτ. ΙΖ΄, τ. 17, σ. 131-133. Στο προλογικό σημείωμα του  δίχως τίτλου άρθρο γράφεται ότι οι εφημερίδες Τερτζουμάνι Χακικάτ και Σερβέτι Φουνούν [περιοδικό] δημοσίευσαν ένα «τεύχος» 158 σελίδων, που περιείχε πραγματεία «των υπουργών της τε Παιδείας Ζουχτή πασά και Δημοσίων Έργων Μαχμούτ Τζελαλεδίν πασά, ως και άλλων συγχρόνων ποιητών ή λογογράφων οθωμανών. Εκ των διαληφθεισών πραγματειών μεταφράσαντες εκ του τουρκικού (αυτ. σελ. 408-110) δημοσιεύομεν την παρά πόδας αξιολογωτάτην πραγματείαν, συνταχθείσαν υπό της Αυτού Εξοχότητος του Μεγάλου Λογοθέτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Σταυράκη Αριστάρχη βέη, γερουσιαστού».

[3]  Ο ιστορικός S. Eyice στο λήμμα «Bayezid Külliyesi (Το κιουλιγέ [κτηριακό συγκρότημα] του Μπαγεζίτ)», αναφέρει ως αρχιτέκτονες τον ουστά (μάστορα) Γιακούμπσαχ μπιν Σουλτάν-σαχ/ Yakubşah bin Sultanşah και βοηθούς του τους Αλί μπιν Αμπτουλλάχ/ Ali bin Aptullah και Γιουσούφ μπιν Παπάς/ Yusuf bin Papas, και ως έτη κατασκευής μεταξύ 1500-1505, καταστρέφεται τμηματικά στο σεισμό του 1509 (Eyice, 1994, 88).

 




(3) Ιωάννης,  το τέμενος Σουλτάν Σελίμ Α΄ (1520)
(4) Συμεών Καισαρέως, [1]  το τέμενος  Νουρ-ι Οσμανιέ  (1755), (Kuban, 1954, 25)
(5) Κωνσταντίνος,[2]το τέμενος Σουλτάν Μουσταφά  (ή Λάλελι 1760)
(6) Μάρκος, την πρώτη δεξαμενή του ναυστάθμου (1780)
(7) Φώτιος, το Σαράι-Μπουρνού (1785)
(8) Χατζή Κομνηνός, [3] την παλαιά αίθουσα του ναυστάθμου (1810)
(9) Νικόλαος Γιαγτζόγλου, το στρατώνα του Ραμίζ (1823)
(10) Γεώργιος Γαλίπ, το παλαιό ανάκτορο του Δολμά-βαγτσέ (1829)
(11) Χατζή Στεφανής Γαϊτανάκης,  το τέμενος Χιρκά-ι Σερίφ (1860)[4]»
Δεν αναφέρεται σε αυτοκρατορικούς αρχιτέκτονες της εποχής του όπως το Βασιλάκη εφένδη Ιωαννίδη και το γιο του Ιωάννη ή Γιάγκο βέη Ιωαννίδη, τους οποίους συναντούμε σε πολλά ειδησάρια της ΕΑ, ως μέλη σε συλλογικές δράσεις, όπως όταν εκλέγεται από τα μέλη των δύο σωμάτων στο σώμα  που θα εκλέξει τον Πατριάρχη ως «φέρων πολιτικόν βαθμόν».[5] Ο ναός της Αγίας Τριάδος στο Ταξίμ 


[1] Ο A. Κομνηνός Υψηλάντης αναφέρει ότι «Γνωσθέντος του κινήματος υπερισχυεί αυτός [ο πατριαρχής Κύριλος, το έτος 1755] δια του Συμεών αρχιτεκτονούντος, ενός των επιτρόπων του Κοινού, κτίζοντος τότε το τζαμί το λεγόμενον Νουρί-Οσμανιέ, και φορέσας καβάδι έρχεται εις το πατριαρχείον με το συνειθισμένον τουρκικόν αλαΐ» (Κομνηνός-Υψηλάντης, 1870, 371).

[2]  Για τον Κωνσταντίνο έχουμε επίσης την μαρτυρία του Α. Κομνηνού Υψηλάντη, «Ο αρχιτέκτων Κωνσταντίνος όπου έκτιζε το τζαμί του σουλτάν Μουσταφά το εις το Λάλελι και τον καζικλαμάν και χέρσωσιν της θαλάσσης (εφ’ ης εκτίσθησαν πολλά σπίτια) τον έξω της πύλης της λεγόμενης Γενίκαπι της κατά την Προποντίδα, όντος επιστάτου εις αυτάς τας οικοδομάς του Αλή [βεζύρης το έτος 1760], εύρε κακότροπους τινάς Κυπρίους οίτινες υπισχούνται τω Αλή πουγγεία 40 δια να καθαιρεθεί ο αρχιεπίσκοπός Κύπρου Παΐσιος» (Κομνηνός-Υψηλάντης, 1870, 385)

[3] Ο Χατζή Κομνηνός κάλφας (1770-1821) μαζί με τον Θεοδωρή κάλφα [άνευ επιθέτου] καταγράφονται από τον ιστορικό Φ. Κουκουλέ, ως «συνεπίτροποι και συνυπουργοί» κατά το πατριαρχικόν γράμμα (υποσημ. 2 της σελίδας, άνευ ημερομηνίας) της εν λόγω Κοινότητας (Κουκουλές, 1906, 419). Ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος [Αραμπατζόγλου], κάνοντας μνεία στον Γεδεών (Μ.Ι. Γεδεών, 1904-05, 322-23), γράφει ότι  στο μεγάλο κώδικα αναφέρονται τα ονόματα των απαρτισάντων την επιτροπή ανοικοδομής της εκκλησίας των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ο οποίος καίγεται το 1798 και ανακατασκευάζεται με φερμάνι το 1801, όπου μεταξύ άλλων αναγράφονται και δύο αρχιτέκτονες ο Ιωάννης (άνευ επιθέτου) και ο Κομνηνός (Γεννάδιος, 1949, 31-32). Στην ιδία πηγή ανατρέχει προηγουμένως και ο Φ. Κουκουλές (Κουκουλές, 1922, 235). Ο Κομνηνός ή Κομιανός ήταν ο αναστηλωτής του ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα (1809-1810) και συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που απαγχονίσθηκαν ως προεστοί τον Μάρτιο του 1821 μαζί με τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.

[4] Ο D. Κuban, γράφει για το τζαμί ότι κτίζεται  μεταξύ 1847-1851, την εποχή του Αμπντούλ Μετζίτ, για να φυλάσσεται το Ιερό Πανωφόρι του Προφήτη. Πιθανολογείται ότι είναι έργο του Γκαραμπέτ  αμίρα Μπαλγιάν, αλλά δεν υπάρχει κανένα έγγραφο για να υποστηρίξει αυτό το γεγονός (Κuban, 2007, 638), ενώ ο G. Goodwin  θεωρεί ότι μπορεί να αποδοθεί από τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες σε κάποιον Μπαλγιάν (Goodwin, 1971, 423). Ο P. Tuğlacı  (1993) δεν αναφέρει τίποτα.

[5] ΕΑ, Ειδήσεις [ανώνυμο], «Ποιοι ψηφίζουν» (ουσιαστικά πρόκειται για τη συνέλευση των δύο σωμάτων του ΔΕΜ συμβουλίου και της Ιεράς Συνόδου, για την εκλογή νέου Πατριάρχη μετά την παραίτηση του Ιωακείμ Γ’), τόμ. 5ος, έτ. Δ΄(1884), 518. Επίσης είναι υποψήφιος, το 1891, μετά το θάνατο του Διονυσίου Ε΄, στην εκλογή του Νεοφύτου Η΄, αλλά δεν εκλέγεται, [ΕΑ, τόμ. 15ος, έτ. ΙΑ΄(1891), τ. 34,  265] ενώ το 1894 στην εκλογή του Άνθιμου Ζ΄, συγκαταλέγεται μεταξύ των παλαιότερων φερόντων πολιτικό βαθμό, εκλεκτόρων και ψηφίζεται από το σώμα [ΕΑ, τόμ. 18ος, έτ. ΙΔ΄ (1894-5), τ. 40 & 44, 313-314 & 346].




ολοκληρώνεται με τα σχέδιά του, την τριετία 1876-1879,[1] τα εγκαίνια του γίνονται στις 14.9.1880 παρουσία του Ιωακείμ Γ΄ μέσα σε πρωτοφανή κοσμοπλημμύρα (Μήλλας, 1996, 358). Επίσης αναλαμβάνει την οικοδόμηση του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου το 1879 (Ιορδάνογλου, 1989, 22). Θεωρείται από το σημερινό Στρατηγείο Ναυτικού της Βόρειας Θάλασσας, ως ο αρχιτέκτονας του κτηρίου του Υπουργείου του Ναυτικού (Μπαχριγιέ Νεζαρετί/ Bahriye Nezareti),  στην παραλία του Κεράτιου κόλπου και είναι ένα  από τα καλύτερα δείγματα της οριενταλιστικής ρυθμολογίας (Batur, 1982, 46).
Ο Γιάγκος, αποκαλείται «architecte en chef de S. M. I. le Sultan»,  υπηρετεί στο Υπουργείο  Ναυτικού, ως επιβλέπων αρχιτέκτονας το 1901, ως στέλεχος της Διεύθυνσης Φάρων, μεταξύ 1903-1904 και 1905-1920, και ως επιθεωρητής του Γραφείου των μηχανολόγων μηχανικών, το 1903-1904. Επίσης ανέλαβε την ανέγερση του Ζαππείου Παρθεναγωγείου μάλλον ως κατασκευαστής[2] παρά ως αρχιτέκτονας,  ενώ την ίδια εποχή είναι μέλος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου, όπως και ο πατέρας του (Τσιλένης, 2000, 171).
O Γ. Ζαρίφης τον θεωρεί, κατά τη γνώμη μου λανθασμένα, ως αρχιτέκτονα του τεμένους του Γιλντίζ,[3] πιθανόν να έπαιξε και εκεί το ρόλο του κατασκευαστή ή


[1]  Ο Αιμιλιανός γράφει ότι ο Βασιλάκης εφένδης, εξεπόνισε «σχέδιον επί τη βάσει των παλαιών θεμελίων» (Αιμιλιανός, 1930, 47)  τα οποία είχαν θεμελιωθεί το 1867, με σχέδια του «αρχιτέκτονος Ποτεσσάρου» (Αιμιλιανός, 1930, 35).  Ο επιστάτης του Ναού θυμάται ότι ο αρχιτέκτονας, μάλλον πρόκειται για τον Ιωαννίδη, «είχε φιλοτεχνήσει ξυλότευκτον ομοίωμα του ανεγειρόμενου Ναού, απαράλλακτον εν σμικρογραφία προς το σημερινόν σχέδιον αυτού» αλλά δε διασώθηκε διότι χρησίμευε για τους προσκυνητές σαν κιβώτιο προαιρετικής συνεισφοράς υπέρ του ανεγειρόμενου Ναού, (Αιμιλιανός, 1930, 46, υπ. αρ. 2).  Είναι άγνωστο πότε και γιατί φεύγει ο Ποτεσσάρος και εγκαθίσταται στο Παρίσι, αφού δεν δίνει καμία πηγή ο Α. Μήλλας, ο οποίος τον αναφέρει (Μήλλας, 1996, 358). Το σίγουρο είναι ότι ήταν αρχιτέκτονας της κρύπτης  των τάφων και του μαυσωλείου για την οικογένεια Μουσούρων στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Μέγαλου Ρεύματος. Στην επιτύμβια πλάκα που βρίσκεται επί του εξωτερικού νότιου τοίχου προς την αυλή του Ναού διαβάζουμε «Πατρί σεβαστώ Παύλω Μουσούρω τω Κρήτι Ιερόν, κλπ. Μ. Ποτεσσάρο ηρχιτεκτόνει ΑΩΞΗ΄ (1868)».   Συναντούμε το Μένανδρο Ποτεσσάρο  ως εικοσάχρονο νέο εκ Ταταούλων να νοικιάζει, τον Αύγουστο του 1851, δωμάτιο στη Πρίγκηπο για διακοπές και να καταγράφει τις εντυπώσεις του σε χειρόγραφο ημερολόγιο που φυλασσόταν στη συλλογή του Ε.Λ.Ι.Α., όπως αναφέρεται από τον ίδιο συγγραφέα (Μήλλας, 1988, 98, 228, 254, 439 και 515). Δυστυχώς δε βρέθηκε το χειρόγραφο όταν το αναζήτησα στην ίδια βιβλιοθήκη.

[2]  Η καθηγήτρια Ιωάννα Δόκου αναφέρει «το έργο της ανέγερσης ανέλαβε ως αρχιτέκτων ο Ι. Ιωαννίδης» χωρίς να διευκρινίζει την ημερομηνία και παρακάτω, μεταφέρει το κείμενο μαρμάρινης πλάκας στο δεξιό παραστάτη της πόρτας «Επί Σουλτάνου Abdulhamit Han του Β΄ Κωνσταντίνου Ζάππα χορηγούντος, Οικονόμου αρχιτεκτονούντος ανηγέθει το Ζάππειον τούτο Παρθεναγωγείο, εν έτει σωτήριω αωπε’ (1885(Δόκου-Ψαροπούλου 1996, 61-2). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μάλλον ο Ιωαννίδης έπαιξε ρόλο κατασκευαστή ή είχε κάνει τα αρχικά σχέδια με τα οποία δεν υλοποιήθηκε το κτήριο. Από μια διερεύνηση που έκανα, βάσει της πληροφορίας που είχα από την ίδια, η πηγή του κειμένου της πλάκας είναι οι αναμνήσεις της Ε. Χαλκούση (Χαλκούση, 1980, 33). Σήμερα αυτή η πλάκα δεν υπάρχει ούτε στην εισόδο αλλά ούτε κάπου αλλού στο κτήριο του Ζαππείου και δεν έχει βρεθεί κάποια φωτογραφία που να την απεικονίζει. Αλλά δεν πρέπει να είναι και προϊόν φαντασίας της Ε. Χαλκούση, δε νομίζω ότι θα είχε κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον για να μνημονεύει έναν «άγνωστο» αρχιτέκτονα. Στο βιβλίο, του 1904, για το Ζάππειον Εθνικόν Παρθεναγωγείον, αναφέρεται το όνομα του αρχιτέκτονα ως εξής: «Τα της οικοδομής δε ωρίσθησαν καθ' υψηλόν αυτοκρατορικόν Διάταγμα από 9 Ρεβιούλ-Αχήρ του 1301 (Δεκεμβρίου), υπερατώθη δ' αύτη αρχιτεκτονούντος του αρχιτέκτονος Ιωάννου Ιωαννίδου. Ο αυτοκρατορικός Ιραδές δημοσιεύεται εν άλλη επίσης σελίδι» (Ανώνυμο, 1904, 10). Μένει προς διερεύνηση από τον τύπο της εποχής, στο μέλλον, για να διευκρινισθεί ποιος από τους δύο, ο άγνωστος Οικονόμου ή ο αυτοκρατορικός αρχιτέκτων Γιάγκος (Ιωάννης) Ιωαννίδης βέης ήταν ο σχεδιαστής του κτηρίου.

[3]  Γ. Λ. Ζαρίφης, εγγονός του ευεργέτη, στις αναμνήσεις του αναφέρει ότι ο «Χαμίτ ανέθεσε σ’ έναν Έλληνα αρχιτέκτονα τον Γιάγκο Βέη Ιωαννίδη, να του κτίσει ένα τζαμί στη γειτονιά του (εννοεί το παλάτι όπου ζούσε). Αλλά ήθελε να τελειώσει γρήγορα και χωρίς υπερβολικές δαπάνες. Ο Γιάγκος Βέης ικανοποίησε τον αυθέντη του, κτίζοντας τον τρούλο του τζαμιού από ξύλο. Το σύνολο ήταν όμορφο. Ο Σουλτάνος ενθουσιάστηκε και ανέθεσε στον Ρωμιό αρχιτέκτονα να του κτίζει παλάτια κάθε φορά που πάντρευε καμία κόρη του» και συνεχίζει «Ο φίλος μου Γιάγκος Βέης έλαβε πολιτικό βαθμό “μπαλαά” [Το περιοδικό ΕΑ, τόμ. 27ος, έτ. ΚΓ΄ (1903), τ. 42, 441, καταγράφει  στο ανώνυμο σημείωμα  «Αυτοκρατορικής ευμένειας δείγματα» ότι ο  ΑΑΜ (σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄) απονέμει παράσημα και βαθμούς στο Γιάγκο βέη Ιωαννίδη του βαθμού «Μπαλιά», vâlâ, σημαίνει ανώτερος]  που του έδινε σειρά αντιστρατήγου» (Ζαρίφης, 2002, 331). Το τζαμί λεγόταν και Χαμιντιγιέ/ Hamidiye και κτίσθηκε σε νεοοθωμανικό ρυθμό με παράθυρα νεογοτθικά τη διετία 1884-1886, εδώ γινόταν η προσευχή της Παρασκευής και μπορούσε κανείς να δει το σουλτάνο. Αποδίδεται από τον Π. Τουγλατζί, στο Σαρκίς Μπαλγιάν, (Tuğlacı, 1993, 497-500), αλλά από έρευνες του Σελμάν Τζαν στα οθωμανικά αρχεία φαίνεται ότι ήταν έργο του ρωμιού αρχιτέκτονα, του Νικολάκη κάλφα Τζελέπη http://istanbulstreets.wordpress.com/2009/05/17/hamidiye-mosque-yildiz-camii/. Ο Νικολάκης ήταν πατέρας του φημισμένου στην Ελλάδα αρχιτέκτονα Πάνου-Νικολή Τζελέπη, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική (1971) και υπό τύπο αναμνήσεων τα βιβλία στον καιρό των σουλτάνων (1965), Τραγούδι που δεν τελειώνει, (1966) και Ένας Νταής (1971). Ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Καθηγητής Νίκος Χολέβας έγραφε: «Ο Πάνος Νικολή Τζελέπης θα ξεκινήσει απ’ την Κωνσταντινούπολη όπου γεννιέται το 1894. Ο πατέρας του, Νικολής, είναι αρχιτέκτων στο παλάτι του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ και γι΄ αυτό ο ακόμη μικρός Πάνος έχει την ευκαιρία απ’ τα πρώτα του χρόνια να εξοικειωθεί με τις βασικές αρχές της μετέπειτα δουλειάς του. Στην Πόλη θα πραγματοποιήσει τις γυμναστικές σπουδές του για να γραφτεί τελικά στο Ιταλικό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινουπόλεως» (Χολέβας, 1977, 7). Ο Νικολής κάλφας  αναφέρεται από τον  Α. Ersoy, ο οποίος βασιζόμενος στα αρχεία του Ντολμάμπαχτσε αποδίδει το τζαμί του Χαμιντιέ στο “Nikolaki (Jelpoylo) Kalfa” [πρόκειται για μια ανορθόγραφη μεταφορά από τα οθωμανικά και  απόδοση του επιθέτου «Τζελεπόπουλο»] δίχως να αναφέρεται στην ημερομηνία του εγγράφου αλλά μόνο στον αριθμό του DBSA, E I (1392)rsoy, 2000, 366, υπ. 75). Ο ίδιος υπέβαλε μια πρόταση αποτελούμενη από κατόψεις, όψεις και μια μακέτα (μοντέλο/ harita-i mücesseme) του κτηρίου, όντας συνεργάτης του Σερκίς Μπαλγιάν, ο οποίος μάλλον ήταν ο επίσημος επιβλέπων και πιθανώς ο κατασκευαστής του εν λόγω τεμένους, εξού και ο Τουγλατζή, τον αναφέρει ως «αρχιτέκτονα» (Tuğlacı, 1993, 497).


του επιβλέποντα εφόσον ήταν στην υπηρεσία της αυλής. Άλλες δράσεις του Ιωαννίδη  εφένδη είναι οι υπηρεσίες του για την ανέγερση «φρενοκομείου» στα Νοσοκομεία του Βαλουκλή και η παροχή υλικών αξίας 500 οθωμανικών λιρών, του οποίου  τα σχέδια  έρχονται από το εξωτερικό (Χαμουδόπουλος, 1880, 86-88) καθώς και στην ανέγερση εστιατορίου και την αποτυχημένη ανακαίνιση της νοτίου πλευράς της Θεολογικής Σχολής Χάλκης.
Ο Μ.Ι.Γεδεών διέσωσε τους επτά από τους ένδεκα καλφάδες- αρχιτέκτονες του Αριστάρχη [ΣΑ], με προεξάρχοντα  το Χριστόδουλο [ο 1ος του ΣΑ] (Γεδεών, 1936, 421-435). (ή αλλιώς Σινάν Γιουσούφ μπιν Αμπντουλλάχ), αρχιτέκτονας του παλαιού τεμένους του Πορθητή Μεχμέτ Β΄[1] Επίσης αναφέρεται με τη σειρά   στους:


[1] Ο İ. Aydın Yüksel αναφέρει ότι στα İstanbul Vakıflar Tahrir Defterleri (Απογραφικά Τετράδια των Βακουφιών της Κωνσταντινούπολης), καταγράφεται ο Ατίκ Σινάν σε δύο έργα (α) στο Κουμρουλού Μεστζίτ/ Kumrulu Mescid στη γειτονιά του Κίζτασι/ Kıztaşı, το 1464, όπου ονομάζεται ως “Sinan Yusuf bin Apdullahü’l- Atiku’l- mimar”  και (β) σέναν τεκέ στη γειτονιά Ασίκ Πασά Μαχαλεσί/ Aşık Paşa Mahallesi, το 1468, όπου καταγράφεται ως “Hoca Sinanüddin Yusuf bin Abdullahü’l-Atiku’l-mimar el emiri”, (Aydın Yüksel, 1999, 143). Η λέξη «ατίκ (atik έχει δύο σημασίες, πρώτον την ιδιότητα του απελεύθερου  και του «παλαιού»  αρχιτέκτονα της αυλής, για να ξεχωρίζει από τον Μεγάλο Σινάν (Koca Sinan). Το «Αμπντουλλάχ/ Abdullah» που σημαίνει δούλος του  Θεού, θεωρείται δηλωτικό χριστιανικής καταγωγής του Θεόδουλου  ή  Χριστόδουλου. Επίσης τον αναφέρει ο  πατριάρχης Κωνστάντιος ο Α΄:   «[Ο Ναός των Αγίων Αποστόλων] κατηδαφίσθη υπό του Μεχμέτ του Β΄, και εκ της ύλης τούτου και άλλων εκλιπόντων κτιρίων, ανήγειρεν εις το πρότερον τόπον κατά το σχήμα της Αγίας Σοφίας δια του αρχιτέκτονος Χριστοδούλου, το μέγιστον ίδιον Τέμενος με το περί αυτό Ιμαρέτιον, ήτοι Ξενοτροφείον.», (Κωνστάντιος, 1824, 76),  βασιζόμενος στην Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Δημητρίου Καντεμίρη, αυθέντου Μολδοβλαχίας: «ο Ναός ούτως [της Θεοτόκου Μουγουλιώτισσας] προς αμοιβίω των εκδουλεύσεων Χριστοδούλου τινος πρωτομαΐστορος, του αρχιτεκτονίσαντος το τέμενος του Σουλτάν Μεχμέτ, εδόθη παρά του ιδίου δώρον εις αυτόν» (Κωνστάντιος, 1824, 90). Τέλος ο Μ.Ι. Γεδέων, αναφέρεται στο Αθ. Κομνηνό Υψηλάντη (1870,12), που διασώζει την παράδοση ότι ο Χριστόδουλος σκοτώθηκε διότι καυχήθηκε ότι μπορεί να κτίσει άλλο τζαμί μεγαλύτερο και ωραιότερο από εκείνο του σουλτάνου Μεχμέτ (Γεδεών, 1935, 73).






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου